.
.
Μια βραδιά στο Μίθριο

Τα μαλλία μ’ ντ’ έσπρυναν

Τα μαλλία μ’ ντ’ έσπρυναν
fullscreen
Τα μαλλία μ’ ντ’ έσπρυναν
ατό πα, τέρτ’ ’κ’ ευτάγω
Με τα μαύρα έρθα εγώ
και με τ’ άσπρα θα πάγω

Τα ογδόντα αν δι͜αβαίν’,
ν’ αηλί π’ εύρεν το κακόν
’Κ’ επορεί να πορπατεί
αν ’κι κρατεί το παστόν’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
επορείμπορεί
έρθαήρθα
έσπρυνανάσπρισαν
εύρενβρήκε
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
παστόν’μπαστούνι baston/bastone
πορπατείπερπατάει
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
επορείμπορεί
έρθαήρθα
έσπρυνανάσπρισαν
εύρενβρήκε
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
παστόν’μπαστούνι baston/bastone
πορπατείπερπατάει
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
Τα μαλλία μ’ ντ’ έσπρυναν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost