.
.
Χρυσή παράδοση

Ν’ αηλί εσέν Γετίμογλη

Ν’ αηλί εσέν Γετίμογλη
fullscreen
[Και] Ν’ αηλί εσέν, Γετίμογλη,
[και -ν-] επέθανεν ο κύρη σ’
[Αχ!] Ας ση κυρού σ’ το θάνατον
εχάθεν το χατίρι σ’ [νέι, έι]

[Και] Ν’ αηλί εσέν, Γετίμογλη,
[και] ντό έν’ ατό το χάλι σ’;
[Αχ!/Άι] Εχ̌ι͜όντσεν και ’κι λιμενεύ’
σο ξερόν το κιφάλι σ’ [νέι, έι]

[Και] Ν’ αηλί εσέν, Γετίμογλη,
[και] το χάλ’ ντ’ εκατεστάθες¹
[Αχ!/Άι] Εννέα μήνας σο κρεβάτ’
πιτίν επενεστάθες¹ [νέι, έι]

[Και -ν-] Ο καρίπ’ς ο Γετίμογλης,
[και -ν-] αρνί μ’, να ποδεδί͜ει σε
[Αχ!/Άι] Έλα ’μπα στ’ εγκαλιόπον ατ’
την εγάπ’ να μαθί͜ει σε [νέι, έι]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
εγάπ’αγάπη
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εκατεστάθεςκατάντησες, περιήλθες
έν’είναι
επέθανενπέθανε
επενεστάθεςαπόκαμες
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
εχάθενχάθηκε
θάνατονθάνατος
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κυρούπατέρα
λιμενεύ’αποκαλύπτεται από τα χιόνια που λιώνουν
μαθί͜ειμαθαίνει κτ σε κπ, διδάσκει
μήνας(τα) μήνες
’μπα(έμπα) μπες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πιτίνεντελώς, πλήρως bütün
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
χάλ’χάλι, κατάντια hal/ḥall
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
εγάπ’αγάπη
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εκατεστάθεςκατάντησες, περιήλθες
έν’είναι
επέθανενπέθανε
επενεστάθεςαπόκαμες
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
εχάθενχάθηκε
θάνατονθάνατος
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κυρούπατέρα
λιμενεύ’αποκαλύπτεται από τα χιόνια που λιώνουν
μαθί͜ειμαθαίνει κτ σε κπ, διδάσκει
μήνας(τα) μήνες
’μπα(έμπα) μπες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πιτίνεντελώς, πλήρως bütün
ποδεδί͜ει(ενεργ. και μέση) χαίρεται, απολαμβάνει, προσκυνάει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
χάλ’χάλι, κατάντια hal/ḥall
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Ν’ αηλί εσέν Γετίμογλη
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται και στις δύο περιπτώσεις να τραγουδάει εκ παραδρομής «επετεστάθες»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost