.
.
Στον Ορφέα της λύρας, Γώγο

Άμον αφτέρωτος αητέντς

Άμον αφτέρωτος αητέντς
fullscreen
Άμον αφτέρωτος αητέντς
κι αγλώσσωτον πουλόπον
Σα ξένα τόπι͜α λάσκουμαι,
μακρά -ν- ας σ’ οσπιτόπο μ’

Ξένον, αλόξενον πουλίν,
τα φτερόπα μ’ κομμένα
Πώς να πετώ και έρχουμαι,
μάνα μ’, σουμά σ’ εσένα;

Μανίτσα μ’, ας ευρίγουμ’νε
σο ζεστόν τη φωλέα σ’
κι ας έτρωγα ξερόν ψωμίν
και αλυκά ελαίας

Μανίτσα μ’, ας ευρίγουμ’νε
σο ζεστόν τη φωλέα σ’
κι ας έτρωγα ξερόν ψωμίν
και αλυκά ελαίας

Να τρώγω εροθύμεσα
φαΐν μαγειρεμένον
Ποσ̌ίντι͜α, νόστιμον χαβίτς
και σ̌ουρβάν τανωμένον

Να τρώγω εροθύμεσα
φαΐν μαγειρεμένον
Ποσ̌ίντι͜α, νόστιμον χαβίτς
και σ̌ουρβάν τανωμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγλώσσωτονχωρίς γλώσσα
αητέντςαητός
αλόξενονεντελώς ξένο, απομακρυσμένο με τροπή του ο σε α, από το όλος + ξένος
αλυκάαλμυρά
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
αφτέρωτοςχωρίς φτερά
ελαίας(τα) ελιές, (τη) ελιάς
εροθύμεσανοστάλγησα
έρχουμαιέρχομαι
ευρίγουμ’νεβρισκόμουν
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
ποσ̌ίντι͜α(ή πουσ̌ίντι͜α) φαγητό από κρίθινο αλεύρι φρυγανισμένο
πουλόπονπουλάκι
σουμάκοντά
σ̌ουρβάνσούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι çorba/şūrbā
τανωμένοντο αρτυσμένο με τάνιν φαγητό (ιδίως σούπες, τάνιν= το γιαούρτι που απομένει μετά την αφαίρεση του βουτύρου) Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τόπι͜ατόποι, μέρη
φτερόπαφτεράκια
φωλέαφωλιά
χαβίτςείδος εδέσματος που γίνεται με καλαμποκάλευρο και ανθόγαλα ή βούτυρο
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγλώσσωτονχωρίς γλώσσα
αητέντςαητός
αλόξενονεντελώς ξένο, απομακρυσμένο με τροπή του ο σε α, από το όλος + ξένος
αλυκάαλμυρά
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
αφτέρωτοςχωρίς φτερά
ελαίας(τα) ελιές, (τη) ελιάς
εροθύμεσανοστάλγησα
έρχουμαιέρχομαι
ευρίγουμ’νεβρισκόμουν
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
ποσ̌ίντι͜α(ή πουσ̌ίντι͜α) φαγητό από κρίθινο αλεύρι φρυγανισμένο
πουλόπονπουλάκι
σουμάκοντά
σ̌ουρβάνσούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι çorba/şūrbā
τανωμένοντο αρτυσμένο με τάνιν φαγητό (ιδίως σούπες, τάνιν= το γιαούρτι που απομένει μετά την αφαίρεση του βουτύρου) Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τόπι͜ατόποι, μέρη
φτερόπαφτεράκια
φωλέαφωλιά
χαβίτςείδος εδέσματος που γίνεται με καλαμποκάλευρο και ανθόγαλα ή βούτυρο
Άμον αφτέρωτος αητέντς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost