.
.
Ο Χρύσανθος τραγουδά Ματσούκα

Μαχ̌αίρ’ έπαρ’ και κάρφα ’το

Μαχ̌αίρ’ έπαρ’ και κάρφα ’το
fullscreen
Μαχ̌αίρ’ έπαρ’ και κάρφα ’το
σην καρδι͜ά μ’ το καμένον
Το αίμαν ντο θα τσιμπονίζ’
θα έν’ φαρμακωμένον

Ύλτσον, πουλόπο μ’, το αίμαν,
δείξον ολίγον σέβας
Εκείνο ντο θα κατενίζ’
βάλεν ατο ση φλέβα σ’

Τ’ εμόν το αίμαν ντο θα παίρτς
πέλκι πλεθύν’ τη φως -ι-σ’
Τη σεβντά σ’ αν ’κ’ εγνώρτσα ’το,
’ίνουμαι -ν- αδελφός ι-σ’

Ντο απομέν’ το λείμψανον,
πασ̌τάν φαρμακωμένον
Απέσ’ σ’ αχάντι͜α θάψον α’
κι όχι τονατεμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
απέσ’μέσα
απομέν’απομένει
αχάντι͜ααγκάθια ἀκάνθιον, υποκορ. του ἄκανθα
βάλεν(προστ.) βάλε
δείξον(προστ.) δείξε
εγνώρτσαγνώρισα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
θάψον(προστ.) θάψε
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάρφα(προστ.) κάρφωσε
κατενίζ’καθαρίζω/ει, ξεπλένω/ει, ξεθολώνω/ει κατανίζω
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
ολίγονλίγο
παίρτςπαίρνεις
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
πέλκιίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki (αραβ. bel+ περσ. ki)
πλεθύν’πληθαίνει, αυξάνεται
πουλόποπουλάκι
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τονατεμένονδιακοσμημένο, στολισμένο, (για τραπέζι) στρωμένο μεγαλοπρεπώς, καλλωπισμένο donatma
τσιμπονίζ’αναβλύζει με ορμή
ύλτσον(προστ.) στράγγιξε, διύλισε ὑλίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
απέσ’μέσα
απομέν’απομένει
αχάντι͜ααγκάθια ἀκάνθιον, υποκορ. του ἄκανθα
βάλεν(προστ.) βάλε
δείξον(προστ.) δείξε
εγνώρτσαγνώρισα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
θάψον(προστ.) θάψε
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάρφα(προστ.) κάρφωσε
κατενίζ’καθαρίζω/ει, ξεπλένω/ει, ξεθολώνω/ει κατανίζω
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
ολίγονλίγο
παίρτςπαίρνεις
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
πέλκιίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki (αραβ. bel+ περσ. ki)
πλεθύν’πληθαίνει, αυξάνεται
πουλόποπουλάκι
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τονατεμένονδιακοσμημένο, στολισμένο, (για τραπέζι) στρωμένο μεγαλοπρεπώς, καλλωπισμένο donatma
τσιμπονίζ’αναβλύζει με ορμή
ύλτσον(προστ.) στράγγιξε, διύλισε ὑλίζω
Μαχ̌αίρ’ έπαρ’ και κάρφα ’το

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost