.
.
Θεέ μ’, ενέσπαλες τ’ ανθρώπ’ς

Τ’ ομμάτι͜α τ’ς παρλαεύ’νε

Τ’ ομμάτι͜α τ’ς παρλαεύ’νε
fullscreen
Τ’ ομμάτι͜α τ’ς παρλαεύ’νε,
την καρδι͜ά μ’ τογραεύ’νε
Ομοι͜άζ’νε άμον αστρόπα
με γαϊτάνι͜α φρυδόπα

Τα χ̌ειλόπα σ’ φωτία,
έκαψαν την καρδία μ’
’Ποίκαν ατο κομμάτι͜α,
τη ζωή μ’ δύο κὰτι͜α

Τα μάγ’λα σ’ -ισ- πατούλι͜α,
τα κόλφι͜ας ι-σ’ ζουμπούλι͜α
Ευωδία σ’ μεθύζ’ με
και η σεβντά σ’ κοιμίζ’ με

Έπαρ’ με σην εγκάλι͜α σ’
να χ̌αίρουμαι τα κάλλι͜α σ’
Εσέναν ποδεδίζω
κι άλλο να μη εγνεφίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αστρόπααστεράκια
γαϊτάνι͜αέντεχνα πλεγμένα κορδόνια με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο μτφ. όμορφα και λεπτά/καλαίσθητα kaytan
εγκάλι͜ααγκαλιά
εγνεφίζωξυπνώ
έπαρ’(προστ.) πάρε
κάλλι͜ακάλλη
κὰτι͜αεπίπεδα, στρώσεις, σωροί kat
κοιμίζ’κοιμίζω/ει
κόλφι͜αςη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
μάγ’λαμάγουλα magulum
μεθύζ’μεθάει
ομμάτι͜αμάτια
ομοι͜άζ’νεομοιάζουν, μοιάζουν
παρλαεύ’νελάμπουν, λαμποκοπούν parlamak
πατούλι͜ανιφάδες
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’ποίκαν(εποίκαν) έκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τογραεύ’νεκομματιάζουν doğramak
φρυδόπαφρυδάκια
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χ̌ειλόπαχειλάκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αστρόπααστεράκια
γαϊτάνι͜αέντεχνα πλεγμένα κορδόνια με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο μτφ. όμορφα και λεπτά/καλαίσθητα kaytan
εγκάλι͜ααγκαλιά
εγνεφίζωξυπνώ
έπαρ’(προστ.) πάρε
κάλλι͜ακάλλη
κὰτι͜αεπίπεδα, στρώσεις, σωροί kat
κοιμίζ’κοιμίζω/ει
κόλφι͜αςη αγκαλιά, ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, το στήθος της γυναίκας
μάγ’λαμάγουλα magulum
μεθύζ’μεθάει
ομμάτι͜αμάτια
ομοι͜άζ’νεομοιάζουν, μοιάζουν
παρλαεύ’νελάμπουν, λαμποκοπούν parlamak
πατούλι͜ανιφάδες
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’ποίκαν(εποίκαν) έκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τογραεύ’νεκομματιάζουν doğramak
φρυδόπαφρυδάκια
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χ̌ειλόπαχειλάκια
Τ’ ομμάτι͜α τ’ς παρλαεύ’νε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost