.
.
Τραγωδώ για την πατρίδα μ’ τον Πόντο

Ας λέω σας το καρδόπο μ’

Ας λέω σας το καρδόπο μ’
fullscreen
Ας λέω σας το καρδόπο μ’
ντο έχ̌’ απέσ’ τη θέσα
Πότε θα βάλω σο κρεβάτ’
εγώ πα είναν καρέσσα;

Όσον πόσον θα κοιμούμες
σα ξένα τα τουβάρι͜α;
Πότε θα ’λέπω το κρεβάτ’
με δύο μαξιλάρι͜α;

Θα βάλω σο τσ̌ουβάλ’ αχ̌ύρ’,
θα χτίζω έναν σκοπέλ’
Θα λέγ’ ατ’ «έλα μετ’ εμέν»
γιάμ’ ατό πα ’κι θέλ’;

Εποίκες με τσούνας κουτάβ’
καμίαν ντο ’κ’ εποίν’να
Το κρεβατόπο μ’ εύκαιρον,
το μαξιλάρ’ εφίλ’να

Δύο λόγια θα λέγω σε,
πουλί μ’, τονατεμένα
Άφ’ς ατόνα τη σ̌κύλ’ τον γιον
κι αρ’ έλα μετ’ εμέναν

Εγώ -ν- επαρακάλ’να το
κι ατό εκέσ’ ’κ’ ετέρ’νεν
Εποίν’νεν πως ’κ’ εγροίκανεν,
εποίν’νεν πως ’κ’ εθέλ’νεν

Και -ν- ατά τα σπαρέλια σου
να έλυνα κι εδένα
Αδά σον κόσμον, νε πουλί μ’,
τιδέν μουράτ’ ’κι εθέλ’να
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατόνααυτόν
άφ’ς(προστ.) άφησε
αχ̌ύρ’άχυρο
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
εγροίκανενκαταλάβαινε
εθέλ’ναήθελα
εθέλ’νενήθελε
είνανέναν, μία
εκέσ’εκεί
επαρακάλ’ναπαρακαλούσα
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
ετέρ’νενκοιτούσε
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
εφίλ’ναφιλούσα
έχ̌’έχει
θέσασκώρος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καρδόποκαρδούλα
καρέσσαγυναίκα, σύζυγο (αδόκ.όρος) karı + -έσσα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούμεςκοιμόμαστε
κρεβατόποκρεβατάκι
’λέπω(ελέπω) βλέπω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουράτ’επιθυμία, πόθος murat/murād
όσον πόσονπόσο πια; μέχρι πότε;
παπάλι, επίσης, ακόμα
σκοπέλ’προεξέχων, ψηλός βράχος, μτφ. σκιάχτρο σκόπελος
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σπαρέλιαμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τιδέντίποτα
τονατεμέναδιακοσμημένα, στολισμένα, (για τραπέζι) στρωμένα μεγαλοπρεπώς, καλλωπισμένα donatma
τουβάρι͜ατοίχοι duvar/dīvār
τσ̌ουβάλ’τσουβάλι, μεγάλος σάκος çuval/cuvāl
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατόνααυτόν
άφ’ς(προστ.) άφησε
αχ̌ύρ’άχυρο
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
εγροίκανενκαταλάβαινε
εθέλ’ναήθελα
εθέλ’νενήθελε
είνανέναν, μία
εκέσ’εκεί
επαρακάλ’ναπαρακαλούσα
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
ετέρ’νενκοιτούσε
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
εφίλ’ναφιλούσα
έχ̌’έχει
θέσασκώρος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καρδόποκαρδούλα
καρέσσαγυναίκα, σύζυγο (αδόκ.όρος) karı + -έσσα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούμεςκοιμόμαστε
κρεβατόποκρεβατάκι
’λέπω(ελέπω) βλέπω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουράτ’επιθυμία, πόθος murat/murād
όσον πόσονπόσο πια; μέχρι πότε;
παπάλι, επίσης, ακόμα
σκοπέλ’προεξέχων, ψηλός βράχος, μτφ. σκιάχτρο σκόπελος
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σπαρέλιαμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τιδέντίποτα
τονατεμέναδιακοσμημένα, στολισμένα, (για τραπέζι) στρωμένα μεγαλοπρεπώς, καλλωπισμένα donatma
τουβάρι͜ατοίχοι duvar/dīvār
τσ̌ουβάλ’τσουβάλι, μεγάλος σάκος çuval/cuvāl
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
Ας λέω σας το καρδόπο μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost