.
.
Επιμένω στην παράδοση

Τσ̌οπάνος με τα πρόατα

Τσ̌οπάνος με τα πρόατα
fullscreen
Τσ̌οπάνος με τα πρόατα
λάσ̌κεται τα γιαζία
Πίνει τα κρύα τα νερά
και σύρ’ τη μαναχ̌ίαν

Τσ̌οπάνε μ’, ντό γιοσμάς είσαι;
Νασάν που έ͜ει σε άντρα!
Άφ’ς ατα κι έλα μετ’ εμέν,
τα πρόατα σ’ ’κι χάν’νταν

Τσ̌οπάνε μ’, ποδεδίζω σε,
κατήβα ας σα ραχ̌ία
Κανείται εσέν ντ’ εντώκανε
χαλάζι͜α και βρεχ̌ία

Τσ̌οπάνε μ’ και τα πρόατα σ’,
τσ̌οπάνε μ’ και τ’ αρνόπα σ’
Ατά εγροικούν την χαρά σ’
εξέρ’νε ας σα τι͜αρτόπα / τερτόπα σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρνόπααρνάκια
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατάαυτά
ατααυτά
άφ’ς(προστ.) άφησε
βρεχ̌ίαβροχές
γιαζίαπεδιάδες, εξοχή, ύπαιθρος yazı
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
έ͜ειέχει
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εντώκανεχτύπησαν
εξέρ’νεξέρουν, γνωρίζουν ή ήξερε, γνώριζε
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατήβα(προστ.) κατέβα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχ̌ίανμοναξιά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πρόαταπρόβατα
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τι͜αρτόπακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρνόπααρνάκια
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατάαυτά
ατααυτά
άφ’ς(προστ.) άφησε
βρεχ̌ίαβροχές
γιαζίαπεδιάδες, εξοχή, ύπαιθρος yazı
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
έ͜ειέχει
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εντώκανεχτύπησαν
εξέρ’νεξέρουν, γνωρίζουν ή ήξερε, γνώριζε
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατήβα(προστ.) κατέβα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχ̌ίανμοναξιά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πρόαταπρόβατα
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τι͜αρτόπακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
Τσ̌οπάνος με τα πρόατα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost