.
.
Τραγούδια του Πόντου

Ήντζαν γιαγκουλεύκεται

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ήντζαν γιαγκουλεύκεται
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ήντζαν γιαγκουλεύκεται	
και φεύ’ ξενιτεύκεται
πάντα τυρα̤ννίεται,
η χρά τ’ πα θα ’κχ̌ύεται

Δουλεύ’ για να γαζανεύ’
και παράν να αρτουρεύ’
Σ’ οσπίτ’ν ατ’ χαράν να φέρ’,
ση φτώχειαν να μη υποφέρ’

Ξένα πόρτας ήμπι͜αν πάει,
με την ψ̌ην ατ’ πασ̌’ ’κ’ ευτάει
Αροθυμά τ’ αδέρφι͜α τ’,
κύρ’, μάναν και τ’ ανέψι͜α τ’

Όσον να δουλεύ’ ατός
πάντα θα έν’ εφτωχός
Γιά το ποδάρ’ θα τσακών’
γιά τ’ ομμάτ’ν ατ’ θα κορών’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αροθυμάνοσταλγεί
αρτουρεύ’περισσεύει, αυξάνει, αποταμιεύει, εξοικονομεί artırmak
ατόςαυτός
γαζανεύ’κερδίζω/ει, αποκτώ/άει (κέρδος) kazanmak
γιάείτε, ή ya/yā
γιαγκουλεύκεταιξεγελιέται, ενεργεί απερίσκεπτα ή χωρίς να γνωρίζει τις συνέπειες, μτφ. λαθεύει yanılmak
δουλεύ’δουλεύει
έν’είναι
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
εφτωχόςφτωχός
ήμπι͜ανόπου ἦν πη ἂν
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κορών’τυφλώνω/ει
κύρ’πατέρα
’κχ̌ύεταιεκχύνεται, χύνεται, εκρέει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
ξενιτεύκεταιξενιτεύεται
ομμάτ’νμάτι
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πασ̌’ ’κ’ ευτάειδεν συμβιβάζεται/συμφιλιώνεται
ποδάρ’πόδι
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
τσακών’σπάω/ει
τυρα̤ννίεταιτυραννιέται, ταλαιπωριέται
φέρ’φέρνω/ει
φεύ’φεύγει
χράχροιά, το χρώμα του δέρματος, όψη
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αροθυμάνοσταλγεί
αρτουρεύ’περισσεύει, αυξάνει, αποταμιεύει, εξοικονομεί artırmak
ατόςαυτός
γαζανεύ’κερδίζω/ει, αποκτώ/άει (κέρδος) kazanmak
γιάείτε, ή ya/yā
γιαγκουλεύκεταιξεγελιέται, ενεργεί απερίσκεπτα ή χωρίς να γνωρίζει τις συνέπειες, μτφ. λαθεύει yanılmak
δουλεύ’δουλεύει
έν’είναι
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
εφτωχόςφτωχός
ήμπι͜ανόπου ἦν πη ἂν
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κορών’τυφλώνω/ει
κύρ’πατέρα
’κχ̌ύεταιεκχύνεται, χύνεται, εκρέει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
ξενιτεύκεταιξενιτεύεται
ομμάτ’νμάτι
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πασ̌’ ’κ’ ευτάειδεν συμβιβάζεται/συμφιλιώνεται
ποδάρ’πόδι
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
τσακών’σπάω/ει
τυρα̤ννίεταιτυραννιέται, ταλαιπωριέται
φέρ’φέρνω/ει
φεύ’φεύγει
χράχροιά, το χρώμα του δέρματος, όψη
ψ̌ηνψυχή
Ήντζαν γιαγκουλεύκεται

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost