.
.
Τραγωδώ για την πατρίδα μ’ τον Πόντο

Εγώ είμαι τσ’ αστραπής παιδίν

Εγώ είμαι τσ’ αστραπής παιδίν
fullscreen
Εγώ είμαι τσ’ αστραπής παιδίν
και τη βρεχ̌ής εγγόνι
Αν θέλω αστράφτω και βροντώ,
αν θέλω σύρω χ̌ιόνι

Εγώ να έμ’ παρχαροπούλ’
κι εσύ παρχαρομάνα
Εγώ αητέντς, πέρδικα εσύ
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνι͜α

Έλα να ποδεδίζω σε,
ρομάνα μ’ και παρχάρα μ’!
Μετά καν’νάν ’κ’ εγέλασα
και μετ’ εσέν εχάρα

Τ’ ορμάνι͜α κι όλια φύλλωσαν,
νασάν τ’ ορμανοπούλια
Νασάν ντου έχ̌’ τ’ αρνόπον ατ’
αφκά και σα καφούλια

Ακείν’ το πέραν τα ραχ̌ι͜ά
πασ̌κείμ’ ντο είναι χώρας;
Ατά έχ’νε κρύα τα νερά,
τα παχ̌έα τ’ εβόρας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αητέντςαητός
ακείν’εκείνα
απέσ’μέσα
αρνόποναρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατάαυτά
αφκάκάτω
εβόραςσκιές, δροσερά μέρη
έμ’ήμουν
έχ̌’έχει
εχάραχάρηκα
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
καφούλιαθάμνοι κατάφυλλον<καταφύλλιον<κατ’φούλλιν
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μετά(με αιτιατική) συνοδεία, μαζί με
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νασάνχαρά σε
ντουότι, που, αυτό/ά που
όλιαόλα
ορμάνι͜αδάση orman
ορμανοπούλιαπουλιά του δάσους orman + πουλί
παρχαρομάναγυναίκα που ήταν επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
παρχαροπούλ’πουλί του παρχαριού (ορεινός τόπος θερινής βοσκής)
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
παχ̌έαπαχιά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αητέντςαητός
ακείν’εκείνα
απέσ’μέσα
αρνόποναρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατάαυτά
αφκάκάτω
εβόραςσκιές, δροσερά μέρη
έμ’ήμουν
έχ̌’έχει
εχάραχάρηκα
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
καφούλιαθάμνοι κατάφυλλον<καταφύλλιον<κατ’φούλλιν
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μετά(με αιτιατική) συνοδεία, μαζί με
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νασάνχαρά σε
ντουότι, που, αυτό/ά που
όλιαόλα
ορμάνι͜αδάση orman
ορμανοπούλιαπουλιά του δάσους orman + πουλί
παρχαρομάναγυναίκα που ήταν επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
παρχαροπούλ’πουλί του παρχαριού (ορεινός τόπος θερινής βοσκής)
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
παχ̌έαπαχιά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
Εγώ είμαι τσ’ αστραπής παιδίν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost