.
.
Ν’ αηλί που αποχωρίεται/Τα φτωχά παιδία

Τα φτωχά παιδία

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τα φτωχά παιδία
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τα φτωχά παιδία
πάν’ σην ξενιτείαν
Τα χωρία ευκαιρώθανε
Επέμ’ναν γεροντάδες,
μωρά και γραιάδες
Τα οσπίτι͜α εκαρακώθανε

Πάνε να δουλεύ’νε
για να γαζανεύ’νε
και να μη ζούνε πάντα ’φτωχ̌οί
Φεύ’νε άμον αέραν
έναν καλόν ημέραν
να ελέπ’νε σ’ αούτ’ τη ζωή

Παράν αν εβγάλ’νε,
την υείαν θα χάν’νε
Όλ’ κλώσκουν μισοσακατεμέν’
Άλλος χάν’ το φώσ’ν ατ’
κι άλλος κάφτ’ το πόστ’ν ατ’
Για όλτς η ζωή πασ̌τάν τελέν’¹ / μικραίν’

Άλλ’ κλώσκουν για πάντα
μετά τα σαράντα
Πριν την ώραν ατουν-ε γερούν
Μαλλία άσπρα χ̌ι͜όνι͜α,
σα καρδίας πόνι͜α
και τα κατσία τουν ’κι γελούν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
ατουντους
γαζανεύ’νεκερδίζουν, αποκτούν πλούτο kazanmak
γερούνγερνάνε
γραιάδεςγριές
δουλεύ’νεδουλεύουν
εβγάλ’νεβγάλουν
εκαρακώθανεμανταλώθηκαν, κλειδώθηκαν
ελέπ’νεβλέπουνε
επέμ’ναναπόμειναν
ευκαιρώθανεάδειασαν, μτφ. ερημώθηκαν
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κατσίαπρόσωπο, μέτωπο
κάφτ’καίω/ει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουνγυρίζουν, επιστρέφουν
μετά(με αιτιατική) συνοδεία, μαζί με
μικραίν’μικραίνει
όλ’όλοι/α
όλτςόλους
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
παιδίαπαιδιά
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
πόνι͜απόνοι
πόστ’νδέρμα post/pūst
τελέν’(μεταβ.) τελειώνω/ει κτ
τουντους
υείανυγεία
φεύ’νεφεύγουν
φώσ’νφως
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
χάν’νεχάνουν, παύουν να έχουν, διώχνουν
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
ατουντους
γαζανεύ’νεκερδίζουν, αποκτούν πλούτο kazanmak
γερούνγερνάνε
γραιάδεςγριές
δουλεύ’νεδουλεύουν
εβγάλ’νεβγάλουν
εκαρακώθανεμανταλώθηκαν, κλειδώθηκαν
ελέπ’νεβλέπουνε
επέμ’ναναπόμειναν
ευκαιρώθανεάδειασαν, μτφ. ερημώθηκαν
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κατσίαπρόσωπο, μέτωπο
κάφτ’καίω/ει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουνγυρίζουν, επιστρέφουν
μετά(με αιτιατική) συνοδεία, μαζί με
μικραίν’μικραίνει
όλ’όλοι/α
όλτςόλους
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
παιδίαπαιδιά
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
πόνι͜απόνοι
πόστ’νδέρμα post/pūst
τελέν’(μεταβ.) τελειώνω/ει κτ
τουντους
υείανυγεία
φεύ’νεφεύγουν
φώσ’νφως
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
χάν’νεχάνουν, παύουν να έχουν, διώχνουν
χωρίαχωριά
Τα φτωχά παιδία
Σημειώσεις
¹ Ορθότερη χρήση της παθητικής «τελείται» αντί του «τελέν’». Στην νεοελληνική η απόδοση είναι και στα δύο τελειώνει (μεταβατικό/αμετάβατο)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost