.
.
Βάι/Τ’ ομμάτι͜α σ’ και τ’ οφρυδόπα σ’

Βάι!

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Βάι!
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ορφανίγα, ορφανίγα
ας σον κύρ’ κι ας ση μάναν
Η ορφανία ετυλίεν
[βάι!] ση γούλα μ’ άμον ράμμαν

Από πατέραν ορφανός,
από μητέραν ξένος
Ασ’ ούλι͜α τ’ αδερφόπα μου
[βάι!] είμαι αποχωρισμένος

Ο ορφανόν ο άνθρωπον
’κι ξέρ’ το μεκατίρ’ν ατ’
Ν’ αηλί εκείνονα πη χάν’
[βάι!] από μικρός τον κύρ’ν ατ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδερφόπααδελφάκια
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ασ’από
γούλαλαιμός gula
εκείνοναεκείνον
ετυλίεντυλίχθηκε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κύρ’πατέρα
κύρ’νκύρη, πατέρα
μεκατίρ’ναξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ορφανίαορφάνια
ορφανίγαορφάνεψα
ούλι͜αόλα
πηπου
ράμμανχοντρή κλωστή, αρμαθιά καπνών περασμένα σε χοντρή κλωστή
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδερφόπααδελφάκια
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ασ’από
γούλαλαιμός gula
εκείνοναεκείνον
ετυλίεντυλίχθηκε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κύρ’πατέρα
κύρ’νκύρη, πατέρα
μεκατίρ’ναξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ορφανίαορφάνια
ορφανίγαορφάνεψα
ούλι͜αόλα
πηπου
ράμμανχοντρή κλωστή, αρμαθιά καπνών περασμένα σε χοντρή κλωστή
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
Βάι!

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost