.
.
Ζωή, πέει με ντ’ εποίκα σε/Τ’ οσπίτι σ’ ετριύλιζα

Τ’ οσπίτι σ’ ετριύλιζα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τ’ οσπίτι σ’ ετριύλιζα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τ’ οσπίτι σ’ ετριύλιζα
κι εκράν’να ας σα κεράνια
Εσύ την πόρταν ’κ’ ένοιες
κι έτρωγα τα ποράνια

Πόσα φοράς, μικρόν πουλί μ’,
σην αύλι͜α σ’ εβραδι͜άστα;
Κι εσύ την πόρταν ’κ’ ένοιες
και με τα δάκρυ͜α εχπάστα

Σην πόρτα σ’ πάω κι έρχουμαι,
έν’ πάντα κλειδωμένον
Έναν πρωίν θ’ ευρήκ’νε με
οξ̌ουκά αποθαμένον

Σύρον το μακρύν την καϊτέν,
ν’ ακούω τη λαλία σ’
Έλα, πουλί μ’, σα ήμαρτα,¹
ποίσον την αρθωπία σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αποθαμένονπεθαμένος/ο
αρθωπίαανθρωπιά, ευεργεσία
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
αύλι͜ααυλή
εβραδι͜άσταβραδιάστηκα
εκράν’νακρατούσα
έν’είναι
ένοιεςάνοιγες
έρχουμαιέρχομαι
ετριύλιζατριγύριζα, περιτριγύριζα
ευρήκ’νεβρίσκουν
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
κεράνιαπάσσαλοι περίφραξης κήπου գերան (geran)=κορμός δέντρου/δοκάρι
λαλίαλαλιά, φωνή
οξ̌ουκάέξω
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποράνιαμπόρες, καταιγίδες boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
φοράςφορές
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αποθαμένονπεθαμένος/ο
αρθωπίαανθρωπιά, ευεργεσία
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
αύλι͜ααυλή
εβραδι͜άσταβραδιάστηκα
εκράν’νακρατούσα
έν’είναι
ένοιεςάνοιγες
έρχουμαιέρχομαι
ετριύλιζατριγύριζα, περιτριγύριζα
ευρήκ’νεβρίσκουν
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
κεράνιαπάσσαλοι περίφραξης κήπου գերան (geran)=κορμός δέντρου/δοκάρι
λαλίαλαλιά, φωνή
οξ̌ουκάέξω
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποράνιαμπόρες, καταιγίδες boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
φοράςφορές
Τ’ οσπίτι σ’ ετριύλιζα
Σημειώσεις
¹ (εκφ) έλα σα ήμαρτα: μετανόησε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost