.
.
Ταμάμα

Φωτοστέφανον

Φωτοστέφανον
fullscreen
Χάραμαν έτον, είδα σε,
Απρίλτς, καλόν ημέραν
Άμον ασπροπερίστερον
έσ̌κιζες τον αέραν

Τη ήλ’ το χρυσοστόλισμαν,
πουλόπο μ’, σο κιφάλι σ’
’ίνουτον φωτοστέφανον,
εφώταζεν τα κάλλη σ’

Άνοιξης τριαντάφυλλον
ή πεγαδί’ νερόπον
Αυγίτας είσαι τ’ ουρανού,
τ’ εμόν το σ̌ολικόπον

Μυρίσκουμαι σε, φέρω ψ̌ην,
πίνω σε, ξεδιψάς με -ν
Τερώ σε -ν, αναστήγουμαι,
ζω γιατί αγαπάς με -ν

Τίκια είπα
Άιντε Φάνη!
Ν’ αηλί πη ’κ’ ευρέθεν!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναστήγουμαιανασταίνομαι
ΑπρίλτςΑπρίλιος
Αυγίταςο Αυγερινός, ο πλανητής Αφροδίτη κατά το χάραμα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έτονήταν
ευρέθενβρέθηκε
εφώταζενφώτιζε, έλαμπε
ήλ’ήλιου
’ίνουτονγινόταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
μυρίσκουμαιμυρίζω κτ, οσφραίνομαι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νερόποννεράκι
πεγαδί’βρύσης
πηπου
πουλόποπουλάκι
σ̌ολικόπονχαρά, ψυχαγωγία, αυτό που δίνει χαρά şenlik + -όπο (υποκορ.)
τερώκοιτώ
τίκιαστητά dik
φέρω ψ̌ηνζωντανεύω, αναζωογονούμαι, αναθαρρώ
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναστήγουμαιανασταίνομαι
ΑπρίλτςΑπρίλιος
Αυγίταςο Αυγερινός, ο πλανητής Αφροδίτη κατά το χάραμα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έτονήταν
ευρέθενβρέθηκε
εφώταζενφώτιζε, έλαμπε
ήλ’ήλιου
’ίνουτονγινόταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
μυρίσκουμαιμυρίζω κτ, οσφραίνομαι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νερόποννεράκι
πεγαδί’βρύσης
πηπου
πουλόποπουλάκι
σ̌ολικόπονχαρά, ψυχαγωγία, αυτό που δίνει χαρά şenlik + -όπο (υποκορ.)
τερώκοιτώ
τίκιαστητά dik
φέρω ψ̌ηνζωντανεύω, αναζωογονούμαι, αναθαρρώ
ψ̌ηνψυχή
Φωτοστέφανον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost