.
.
Ταμάμα

Ερώτεσα την θάλασσα

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ερώτεσα την θάλασσα
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Όντες τερώ την θάλασσαν
τ’ αρνόπο μου νουνίζω
Γομούται η γούλα μ’, ’κ’ επορώ
κι ας ση σεβντά δακρύζω

Ερώτεσα την θάλασσαν
τ’ αρνόπο μ’ γιάμ’ εφούρκ’σεν
Ετάραξεν τα κύματα τ’ς,
εποίκεν πως ’κ’ εγροίκ’σεν

Γιατρός ’κι θα ευρίεται
για να λαρών’ το ψ̌όπο μ’
Η ψ̌η μ’ θ’ απονεγκάσ̌κεται
αν κλώσ̌κεται τ’ αρνόπο μ’

Θάλασσα μ’, ποδεδίζω σε -ν,
στείλον με οπίσ’ τ’ αρνόπο μ’
Μη απομέν’ ξαν εύκαιρον
τ’ εμόν αρ’ τ’ εγκαλιόπον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απομέν’απομένει
απονεγκάσ̌κεταιξεκουράζεται
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
γούλαλαιμός gula
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εγροίκ’σενκατάλαβε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
ερώτεσαρώτησα
ετάραξεντάραξε, ανακάτεψε, ανέμιξε ταράσσω
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
ευρίεταιβρίσκεται
εφούρκ’σενέπνιξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
νουνίζωσκέφτομαι
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
στείλον(προστ.) στείλε
τερώκοιτώ
ψ̌ηψυχή
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απομέν’απομένει
απονεγκάσ̌κεταιξεκουράζεται
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
γούλαλαιμός gula
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εγροίκ’σενκατάλαβε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
ερώτεσαρώτησα
ετάραξεντάραξε, ανακάτεψε, ανέμιξε ταράσσω
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
ευρίεταιβρίσκεται
εφούρκ’σενέπνιξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
νουνίζωσκέφτομαι
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
στείλον(προστ.) στείλε
τερώκοιτώ
ψ̌ηψυχή
ψ̌όποψυχούλα
Ερώτεσα την θάλασσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost