.
.
Τραπεζούντα Νο1

Μαυρομματοφρυδόνα μ’

Μαυρομματοφρυδόνα μ’
fullscreen
Έλα να ποδεδίζω σε,
μαυρομματοφρυδόνα μ’
Εγροίκ’σα πως την ψ̌η μ’ θα παίρτς,
τογρίν μαχ̌αίρ’ ακόνα

Εσύ είσαι δι͜αβόλ’ εγγόν’
και μάισσας θεγατέρα
Πολλά τέρτι͜α και βάσανα
ας ση σεβντά σ’ επέρα

Εξέρτς ’κι ’ξέρτς, μη καλατσ̌εύ’ς,
ντο λες τα λόγια, νούντσον!
Ατά τα τσ̌αλιμόπα σου
αλλού κέσ’ δέβα πούλτσον

Σάεψον είμαι παλαλός,
ανάγκην καν’νάν ’κ’ έχω
Άμον το τσ̌οπανόσ̌κυλον
απ’ οπίσ’ ι-σ’ θα τρέχω

Άνθεν χ̌ερού, στέκ’ το κεράσ’,
κάθεν χ̌ερού, το μήλον
Την έμορφον που θα φιλεί
κάποτε τρώει και ξύλον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνθενεπάνω, από πάνω
άνθεν χ̌ερούπρος τα πάνω ἄνω + -θεν + χείρ
ατάαυτά
δέβα(προστ.) πήγαινε
δι͜αβόλ’(ον.πληθ.) διάβολοι, (γεν. ενικ.) διαβόλου
εγροίκ’σακατάλαβα
έμορφονόμορφο
εξέρτςξέρεις, γνωρίζεις
επέραπήρα
θεγατέραθυγατέρα, κόρη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθενκάτω, κάθε
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καν’νάνκανέναν
κεράσ’κεράσι, κερασιά
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μάισσαςμάγισσας
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νούντσον(προστ.) σκέψου
’ξέρτς(εξέρτς) ξέρεις
οπίσ’πίσω
παίρτςπαίρνεις
παλαλόςτρελός, ανόητος
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πούλτσον(προστ.) πούλησε
σάεψον(προστ.) υπολόγισε, εκτίμησε, λογάριασε saymak
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τογρίναληθινό, ίσιο, ευθύ, σωστό doğru
τσ̌αλιμόπα(υποκορ.) επιδέξιες κινήσεις (σε χορό κ.ά.), σκέρτσα, καμώματα çalım + -όπον
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνθενεπάνω, από πάνω
άνθεν χ̌ερούπρος τα πάνω ἄνω + -θεν + χείρ
ατάαυτά
δέβα(προστ.) πήγαινε
δι͜αβόλ’(ον.πληθ.) διάβολοι, (γεν. ενικ.) διαβόλου
εγροίκ’σακατάλαβα
έμορφονόμορφο
εξέρτςξέρεις, γνωρίζεις
επέραπήρα
θεγατέραθυγατέρα, κόρη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθενκάτω, κάθε
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καν’νάνκανέναν
κεράσ’κεράσι, κερασιά
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μάισσαςμάγισσας
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
νούντσον(προστ.) σκέψου
’ξέρτς(εξέρτς) ξέρεις
οπίσ’πίσω
παίρτςπαίρνεις
παλαλόςτρελός, ανόητος
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πούλτσον(προστ.) πούλησε
σάεψον(προστ.) υπολόγισε, εκτίμησε, λογάριασε saymak
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τογρίναληθινό, ίσιο, ευθύ, σωστό doğru
τσ̌αλιμόπα(υποκορ.) επιδέξιες κινήσεις (σε χορό κ.ά.), σκέρτσα, καμώματα çalım + -όπον
ψ̌ηψυχή
Μαυρομματοφρυδόνα μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost