.
.
Τραπεζούντα Νο1

Μάνα μ’, γλυκοκαλάτσ̌ευτος

Μάνα μ’, γλυκοκαλάτσ̌ευτος
fullscreen
Μάνα μ’, γλυκοκαλάτσ̌ευτος,
μανίτσα μ’, χατιρλίσσα μ’
Τη βούκα σ’ ευτάς α’ χαλάλ’
και σα παιδία σ’ δί’ς α’

Πού ευρήκ’ς την υπομονήν
και ’κι κατηγοράς ατ’ς;
Εκείνα φαρμακών’νε σε
και εσύ ξαν συγχωράς ατ’ς

Όσα παιδία και να έ͜εις,
έναν αν ’κ’ έν’ σο γιάνι σ’
Φεύ’ η χαρά, φεύ’ η ζωή,
μανίτσα μ’, από ’πάν’ ι-σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
ατ’ςαυτής, της
βούκαμπουκιά bucca (=μάγουλο)
γιάνιπλάι, πλευρό yan
γλυκοκαλάτσ̌ευτοςγλυκομίλητος/η
δί’ςδίνεις
έ͜ειςέχεις
έν’είναι
ευρήκ’ςβρίσκεις
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ξανπάλι, ξανά
όσαόσες φορές
παιδίαπαιδιά
’πάν’(απάν’) πάνω
φαρμακών’νεφαρμακώνουν
φεύ’φεύγει
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
χατιρλίσσαπου έχει χάρη, αξιοσέβαστη, ευυπόληπτη hatırlı<ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
ατ’ςαυτής, της
βούκαμπουκιά bucca (=μάγουλο)
γιάνιπλάι, πλευρό yan
γλυκοκαλάτσ̌ευτοςγλυκομίλητος/η
δί’ςδίνεις
έ͜ειςέχεις
έν’είναι
ευρήκ’ςβρίσκεις
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ξανπάλι, ξανά
όσαόσες φορές
παιδίαπαιδιά
’πάν’(απάν’) πάνω
φαρμακών’νεφαρμακώνουν
φεύ’φεύγει
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
χατιρλίσσαπου έχει χάρη, αξιοσέβαστη, ευυπόληπτη hatırlı<ḫāṭir
Μάνα μ’, γλυκοκαλάτσ̌ευτος

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost