.
.
Θα παίζω και θα τραγωδώ

Ο άνθρωπον που ’κι νουνίζ’

Ο άνθρωπον που ’κι νουνίζ’
fullscreen
Ο άνθρωπον που ’κι νουνίζ’
και έχ̌’ κενίσ̌’ καρδίαν
Ατός καμίαν ’κι θα ’φτάει
έναν σωστόν δουλείαν
Βάι! έναν σωστόν δουλείαν

Κοιμάται, σ’κούται, τρώει και πίν’
κι ας σην αρχήν ξαπλούται
Παχ̌ύν εβόραν πού κέσ’ έν’,
ατός πάει και ναρκούται
Βάι! ατός πάει και ναρκούται

Οκνέας κι αχαΐρευτος,
ντ’ εγροίκ’σεν ντ’ εγεννέθεν;
Καλαπαλούκ’ ατός ευτάει
σον κόσμον ντο ευρέθεν
Βάι! σον κόσμον ντο ευρέθεν

Κι αν δί’τε ατόναν παξιμάδ’,
να έν’ αναλυμένον
Να μη μασά-μασά πολλά,
νεγκάσ̌κεται ο καημένον!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αναλυμένονμουσκεμένο, μουλιασμένο, μαλακωμένο
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατόναναυτόν
ατόςαυτός
αχαΐρευτοςαυτός που είναι χωρίς προκοπή, καλή τύχη, ευημερία hayır/ḫayr
δί’τεδίνετε
δουλείανδουλειά
εβόρανσκιά
εγεννέθενγεννήθηκε
εγροίκ’σενκατάλαβε
έν’είναι
ευρέθενβρέθηκε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έχ̌’έχει
καλαπαλούκ’αχρείαστο/ευτελές πράγμα kalabalık
καμίανποτέ
κενίσ̌’φαρδύ/ευρύχωρο/πλατύ, ευρύ, εκτεταμένο, μτφ. χαλαρό/άνετο (από άποψη χώρου/χρόνου) geniş
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ναρκούταιναρκώνεται
νεγκάσ̌κεταικουράζεται
νουνίζ’σκέφτεται
ξαπλούταιξαπλώνει
οκνέαςοκνηρός, τεμπέλης ὀκνηρός < ὄκνος
πίν’πίνω/ει
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ’κούταισηκώνεται
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αναλυμένονμουσκεμένο, μουλιασμένο, μαλακωμένο
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατόναναυτόν
ατόςαυτός
αχαΐρευτοςαυτός που είναι χωρίς προκοπή, καλή τύχη, ευημερία hayır/ḫayr
δί’τεδίνετε
δουλείανδουλειά
εβόρανσκιά
εγεννέθενγεννήθηκε
εγροίκ’σενκατάλαβε
έν’είναι
ευρέθενβρέθηκε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
έχ̌’έχει
καλαπαλούκ’αχρείαστο/ευτελές πράγμα kalabalık
καμίανποτέ
κενίσ̌’φαρδύ/ευρύχωρο/πλατύ, ευρύ, εκτεταμένο, μτφ. χαλαρό/άνετο (από άποψη χώρου/χρόνου) geniş
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ναρκούταιναρκώνεται
νεγκάσ̌κεταικουράζεται
νουνίζ’σκέφτεται
ξαπλούταιξαπλώνει
οκνέαςοκνηρός, τεμπέλης ὀκνηρός < ὄκνος
πίν’πίνω/ει
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ’κούταισηκώνεται
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
Ο άνθρωπον που ’κι νουνίζ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost