.
.
Τραπεζούντα Νο1

Τερέστε͜ ατεν την έμορφον

Τερέστε͜ ατεν την έμορφον
fullscreen
Τερέστε͜ ατεν την έμορφον,
τερέστεν το πιτσ̌ίμ’ν ατ’ς
Άτσ̌απα ποίος άγγελος
θα σύρ’ και παίρ’ την ψ̌ην ατ’ς;

Του σ̌κύλ’ ο γιος που έ͜ει σε
’κι ξέρ’ το μεκατίρι σ’
Άφ’ς ατον κι έλα μετ’ εμέν,
θα ’φτάγω το χατίρι σ’

Παλληκαρόπον είμαι εγώ,
θα ’φτάγω αγουρότας
Έναν πρωί θα ευρήκ’ς με
οξ̌ωκά -ν- ας σην πόρτα σ’

Ο κόσμος όλον κάμ’ και ζει
και πορπατεί ληγάρι͜α
Και εγώ, άμον τον παλαλόν,
μετρώ τ’ εγάπ’ς τ’ ιχνάρι͜α

Λελεύω σας, μ’ ελέπετεν
τ’ εμά τα τσ̌εχελούκια
Μικρός εσέβα στην σεβντάν
και με τα χαβεζλούκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγουρόταςγενναία, ανδρεία επιτεύγματα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
άφ’ς(προστ.) άφησε
έ͜ειέχει
εγάπ’ςαγάπης
ελέπετενβλέπετε
εμάδικά μου
έμορφονόμορφο
εσέβαμπήκα
ευρήκ’ςβρίσκεις
ιχνάρι͜αχνάρια, ίχνη
κάμ’δουλεύει κάματος
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λελεύωχαίρομαι
ληγάρι͜αγρήγορα
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
οξ̌ωκάέξω
παίρ’παίρνω/ει
παλαλόντρελό
παλληκαρόπονπαλληκαράκι παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πιτσ̌ίμ’νμορφή, όψη/πρόσωπο, σχέδιο, στυλ/τρόπος, κομψότητα biçim
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πορπατείπερπατάει
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τερέστε(προστ.) κοιτάξτε
τερέστεν(προστ.) κοιτάξτε
τσ̌εχελούκια(τα, πληθ. του τσ̌εχελούκ’) απειρία, ανωριμότητα cehil/cehl
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χαβεζλούκιαπόθοι, επιθυμίες, γούστα heveslilik
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγουρόταςγενναία, ανδρεία επιτεύγματα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
άφ’ς(προστ.) άφησε
έ͜ειέχει
εγάπ’ςαγάπης
ελέπετενβλέπετε
εμάδικά μου
έμορφονόμορφο
εσέβαμπήκα
ευρήκ’ςβρίσκεις
ιχνάρι͜αχνάρια, ίχνη
κάμ’δουλεύει κάματος
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λελεύωχαίρομαι
ληγάρι͜αγρήγορα
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
οξ̌ωκάέξω
παίρ’παίρνω/ει
παλαλόντρελό
παλληκαρόπονπαλληκαράκι παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πιτσ̌ίμ’νμορφή, όψη/πρόσωπο, σχέδιο, στυλ/τρόπος, κομψότητα biçim
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πορπατείπερπατάει
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τερέστε(προστ.) κοιτάξτε
τερέστεν(προστ.) κοιτάξτε
τσ̌εχελούκια(τα, πληθ. του τσ̌εχελούκ’) απειρία, ανωριμότητα cehil/cehl
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χαβεζλούκιαπόθοι, επιθυμίες, γούστα heveslilik
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌ηνψυχή
Τερέστε͜ ατεν την έμορφον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost