.
.
Το μυστικό μ’

Η σαλαχανού¹

Η σαλαχανού¹
fullscreen
’Μώ ατέναν την καχπέν!
Ντό θα ’φτάγω μετ’ ατέν;
Τιδέν ’κ’ έχ̌’ απέσ’ σ’ ακίλ’
και -ν- [ξαν] εποίκε με ρεζίλ’

Σίτι͜α δι͜αρμενεύ’ ατεν,
’κι ακούει ντο λέ’ ατεν
Τον αέρα μ’ επέρεν,
σο κιφάλι μ’ εξέβεν

Απ’ ετώρα ’κ’ επορώ,
κρούει ντέφ’, σύρω χορόν
Να πιάντς ’κι δέσ̌κεται
και ’κι δουκαλεύκεται

Την κάταν αν επορείς
θα τσερί͜εις απ’ ενωρίς
Όντες περάν’ ο καιρός
σα γναφία σ’ θα γριβών’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακίλ’μυαλό akıl/ʿaḳl
απέσ’μέσα
ατέναυτήν
ατεναυτήν
ατέναναυτήν
γναφία(κυρ) οι γνάθοι, (μτφ) το πρόσωπο συνολικά
γριβών’προσκολλάται, γαντζώνεται αγριφώνω<agrafer<grappa
δέσ̌κεταιδένεται
δι͜αρμενεύ’συμβουλεύω/ει, νουθετώ/εί μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
δουκαλεύκεται(επί ζώου) φοράει το καπίστρι, μτφ. ελέγχεται κπ/κτ
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επέρενπήρε
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
επορείςμπορείς
επορώμπορώ
ετώρατώρα
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάτανγάτα
καχπένπ***άνα, ανήθικη γυναίκα kahpe/ḳaḥbe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κρούειχτυπάει κρούω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
ντέφ’ντέφι
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
περάν’περνάω/ει
πιάντςπιάνεις, καταλαμβάνεις
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τιδέντίποτα
τσερί͜ειςσκίζεις, ξεσκίζεις
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακίλ’μυαλό akıl/ʿaḳl
απέσ’μέσα
ατέναυτήν
ατεναυτήν
ατέναναυτήν
γναφία(κυρ) οι γνάθοι, (μτφ) το πρόσωπο συνολικά
γριβών’προσκολλάται, γαντζώνεται αγριφώνω<agrafer<grappa
δέσ̌κεταιδένεται
δι͜αρμενεύ’συμβουλεύω/ει, νουθετώ/εί μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
δουκαλεύκεται(επί ζώου) φοράει το καπίστρι, μτφ. ελέγχεται κπ/κτ
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επέρενπήρε
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
επορείςμπορείς
επορώμπορώ
ετώρατώρα
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάτανγάτα
καχπένπ***άνα, ανήθικη γυναίκα kahpe/ḳaḥbe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κρούειχτυπάει κρούω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
ντέφ’ντέφι
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
περάν’περνάω/ει
πιάντςπιάνεις, καταλαμβάνεις
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τιδέντίποτα
τσερί͜ειςσκίζεις, ξεσκίζεις
’φτάγω(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
Η σαλαχανού¹
Σημειώσεις
¹ σαλαχανού: η αργόσχολη, τεμπέλα, αλήτισσα

Η λέξη salhane σημαίνει κυριολεκτικά σφαγείο ή σφαγιαστήριο (τουρκ. mezbaha, kesimhane).
Η φράση “salhane köpekleri” («τα σκυλιά των σφαγείων») αναφερόταν στα σκυλιά που περιφέρονταν γύρω από τα σφαγεία, περιμένοντας να τους πετάξουν υπολείμματα κρέατος. Έτσι, μεταφορικά η φράση και κατ’ επέκταση η λέξη salahana (ή selh-hâne) πήρε τη σημασία: αλήτης, ρέμπελος, τεμπέλης, άσκοπα περιφερόμενος, παρόμοια με τα ελληνικά «περιπλανώμενος», «χαραμοφάης», «ρεμπεσκές». Είναι δηλαδή μια παρομοίωση που έγινε όρος για τον άνθρωπο που ζει χωρίς δουλειά ή σκοπό, όπως τα σκυλιά των σφαγείων.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost