.
.
Του Ρθι͜άν τ’ ορμίν

Σύρω αδά και σύρτς ακεί

Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σύρω αδά και σύρτς ακεί
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Άσπρον εγώ, μαύρον εσύ,
τσινί͜εις, ’κι στέκ’ς ολίγον
Πατείς ποδάρ’ κι οπίσ’ ’κι πας,
πώς να ’φτάμε χωρίον;

Ακιλιανεύτ’ και άκ’σον με,
γαλήνεψον τ’ ομμάτι σ’
Μη θέκ’ς αφκά τ’ αγάπεμαν
και βάλτς απάν’ τ’ ινιάτι σ’

Σύρω αδά και σύρτς ακεί,
τσ̌ι͜άζω, τσουπώντς τ’ ωτία
Ταλεύ’ς, αέτσ’ άμον ντ’ ευτάς,
θ’ αφήνω σε «έναν υείαν»!

Πώς να ελέπομε χαΐρ’
κι εβγάλλομε αυλάκι
ας σου, αρνί μ’, η τεντσ̌ερέ
’κ’ ιεύ’ με το καπάκι;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγάπεμαναγάπημα
αδάεδώ
αέτσ’έτσι
ακείεκεί
ακιλιανεύτ’(προστ.) βάλε μυαλό akıllanmak
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
αφκάκάτω
βάλτςβάζεις, τοποθετείς
γαλήνεψον(προστ.) γαλήνεψε
ελέπομεβλέπουμε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
θέκ’ςθέτεις, ακουμπάς
ιεύ’ταιριάζει uymak
ινιάτιγινάτι, πείσμα inat/ʿinād
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ολίγονλίγο
ομμάτιμάτι ὀμμάτιον
οπίσ’πίσω
πατείςπατάς
ποδάρ’πόδι
στέκ’ςστέκεσαι
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
ταλεύ’ςορμάς, χιμάς, βυθίζεσαι dalmak
τεντσ̌ερέχάλκινη κατσαρόλα tencere/tancara/tangira
τσ̌ι͜άζωφωνάζω δυνατά, μτφ. μαλώνω, επιπλήττω
τσινί͜ειςκλαψουρίζεις
τσουπώντςκλείνεις
υείανυγεία
’φτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
χαΐρ’προκοπή, καλή τύχη, ευημερία hayır/ḫayr
ωτίααυτιά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγάπεμαναγάπημα
αδάεδώ
αέτσ’έτσι
ακείεκεί
ακιλιανεύτ’(προστ.) βάλε μυαλό akıllanmak
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
αφκάκάτω
βάλτςβάζεις, τοποθετείς
γαλήνεψον(προστ.) γαλήνεψε
ελέπομεβλέπουμε
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
θέκ’ςθέτεις, ακουμπάς
ιεύ’ταιριάζει uymak
ινιάτιγινάτι, πείσμα inat/ʿinād
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ολίγονλίγο
ομμάτιμάτι ὀμμάτιον
οπίσ’πίσω
πατείςπατάς
ποδάρ’πόδι
στέκ’ςστέκεσαι
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
ταλεύ’ςορμάς, χιμάς, βυθίζεσαι dalmak
τεντσ̌ερέχάλκινη κατσαρόλα tencere/tancara/tangira
τσ̌ι͜άζωφωνάζω δυνατά, μτφ. μαλώνω, επιπλήττω
τσινί͜ειςκλαψουρίζεις
τσουπώντςκλείνεις
υείανυγεία
’φτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
χαΐρ’προκοπή, καλή τύχη, ευημερία hayır/ḫayr
ωτίααυτιά
Σύρω αδά και σύρτς ακεί

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost