.
.
Του Ρθι͜άν τ’ ορμίν

Του Ρθι͜άν τ’ ορμίν

External photo
Του Ρθι͜άν τ’ ορμίν
fullscreen
Σίτι͜α δι͜αβαίντς του Ρθι͜άν τ’ ορμίν,
ο Α’έρτς να τερεί σε
Μάισσες να μη μαεύ’νε σε,
αράπ’ς να μη φουρκί͜ει σε

Αρμέντσα Παναΐα μ’,
εσέναν να δοξάζω
Ατού σ’ άσπρον την ψ̌η σ’ απέσ’
φιλώ, φιλώ, χορτάζω

Ανάθεμα και του μουχτάρ’
τ’ αγνόν τη γειτονείαν
Τέρσι͜α ατείν’ θα κρίν’νε με,
η εξωτέρα τογρία

Αρμέντσα Παναΐα μ’,
εσέναν να δοξάζω
Ατού σ’ άσπρον την ψ̌η σ’ απέσ’
φιλώ, φιλώ, χορτάζω

Τα περπεντούλια και το τσάφ’
σο κιφάλι σ’ κανείνταν
Τσ̌ακάν να έμ’ σιμά σην ψ̌η σ’,
όλια καπνός να ’ίν’νταν

Αρμέντσα Παναΐα μ’,
τ’ όνεμα σ’ να δοξάζω
Ατού σ’ άσπρον την ψ̌η σ’ απέσ’
φιλώ, φιλώ, χορτάζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
Α’έρτςαϊ-Γιώργης
απέσ’μέσα
Αράπ’ςμυθικό πλάσμα που προκαλούσε τρόμο
ΑρμέντσαΑρμένισσα
ατείν’αυτοί
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γειτονείανδημογεροντία
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
έμ’ήμουν
εξωτέραπολιτικό δικαστήριο της εποχής
’ίν’ντανγίνονται
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
κιφάλικεφάλι
κρίν’νεκρίνουν
μαεύ’νεμαγεύουν
μάισσεςμάγισσες
μουχτάρ’(γεν./αιτ. εν) κοινοτάρχη, (ον. πληθ.) κοινοτάρχες muhtar/muḫtār
όλιαόλα
όνεμαόνομα
ορμίνρυάκι, ρεματιά
ΠαναΐαΠαναγιά
περπεντούλιαορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων ή μαργαριταριών που κοσμούν την κεφαλή γυναίκας (κατά τη βυζαντινή περίοδο συνήθως τα κοσμήματα αυτά κρέμονταν από το πλάι στέμματος κεφαλής) perpendula/pendulo
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τερείκοιτάει
τέρσι͜αανάποδα, αντίθετα, αρνητικά, δυσμενώς ters
τογρίααληθινά, ίσια, ευθεία, σωστά doğru
του Ρθι͜άν τ’ ορμίνρεματιά στην Άγουρσα Ματσούκας
τσ̌ακάνπεριδέραιο νυφιάτικο
τσάφ’κόσμημα κεφαλής νύφης
φουρκί͜ειπνίγει
χορτάζωχορταίνω
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
Α’έρτςαϊ-Γιώργης
απέσ’μέσα
Αράπ’ςμυθικό πλάσμα που προκαλούσε τρόμο
ΑρμέντσαΑρμένισσα
ατείν’αυτοί
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γειτονείανδημογεροντία
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
έμ’ήμουν
εξωτέραπολιτικό δικαστήριο της εποχής
’ίν’ντανγίνονται
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
κιφάλικεφάλι
κρίν’νεκρίνουν
μαεύ’νεμαγεύουν
μάισσεςμάγισσες
μουχτάρ’(γεν./αιτ. εν) κοινοτάρχη, (ον. πληθ.) κοινοτάρχες muhtar/muḫtār
όλιαόλα
όνεμαόνομα
ορμίνρυάκι, ρεματιά
ΠαναΐαΠαναγιά
περπεντούλιαορμαθός αργυρών και χρυσών κοσμημάτων ή μαργαριταριών που κοσμούν την κεφαλή γυναίκας (κατά τη βυζαντινή περίοδο συνήθως τα κοσμήματα αυτά κρέμονταν από το πλάι στέμματος κεφαλής) perpendula/pendulo
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τερείκοιτάει
τέρσι͜αανάποδα, αντίθετα, αρνητικά, δυσμενώς ters
τογρίααληθινά, ίσια, ευθεία, σωστά doğru
του Ρθι͜άν τ’ ορμίνρεματιά στην Άγουρσα Ματσούκας
τσ̌ακάνπεριδέραιο νυφιάτικο
τσάφ’κόσμημα κεφαλής νύφης
φουρκί͜ειπνίγει
χορτάζωχορταίνω
ψ̌ηψυχή
External photo
Του Ρθι͜άν τ’ ορμίν
Σημειώσεις
Φωτ. Περπενδούλια (perpendula) από ψηφιδωτό και εικόνα βυζαντινής εποχής.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost