.
.
Του Ρθι͜άν τ’ ορμίν

Το τέρεμα σ’ το χαμελόν

Το τέρεμα σ’ το χαμελόν
fullscreen
Το τέρεμα σ’ το χαμελόν
σαρεύ’ και κατακαίει [γιαρ]
Η καρδι͜ά μ’ θέλ’ να καλατσ̌εύ’,
το στόμα μ’ ’δέν ’κι λέει [γιαρ]

Όντες δι͜αβαίντς απ’ έμπρι͜α μ’ κέσ’
πυκνοκουρτώ με πόνον [γιαρ]
Απέσ’ ι-μ’ το σ̌ασ̌ίρεμαν
εγώ -ν- εξέρω μόνον [γιαρ]

Σαν αφουκρούμαι από μακρά
να καλατσ̌εύ’ς γλυκέα [γιαρ]
Βιντι͜άεται το καρδόπο μ’
και κρούει κι άλλο αψέα [γιαρ]

Κι όντες ελέπω να σιμώντς
και γιανασ̌εύ’ς σο γιάνι μ’, [γιαρ]
κόφκουντανε τα γόνατα μ’,
κρύος γομούται απάν’ ι-μ’ [γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αφουκρούμαιαφουγκράζομαι
αψέαμε αψύ τρόπο, έντονα, δριμεία
βιντι͜άεταικαταλαμβάνεται από οίστρο, δεν ησυχάζει (από το έντομο βίντος=οίστρος, είδος δίπτερων εντόμων που ενοχλούν, τρελαίνουν ορισμένα ζώα)
γιανασ̌εύ’ςπλησιάζεις, πλευρίζεις yanaşmak
γιάνιπλάι, πλευρό yan
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
’δέντίποτα
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
ελέπωβλέπω
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρδόποκαρδούλα
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόφκουντανεκόβονται
κρούειχτυπάει κρούω
κρύοςκρύο, ψύχος
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
όντεςόταν
πυκνοκουρτώκαταπίνω με μεγάλη συχνότητα
σαρεύ’τυλίγω/ει, περικυκλώνω/ει, εναγκαλίζομαι/εται, μτφ. αρέσει σε sarmak
σ̌ασ̌ίρεμανσάστισμα şaşırmak
σιμώντςπλησιάζεις, σιμώνεις
τέρεμαβλέμμα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αφουκρούμαιαφουγκράζομαι
αψέαμε αψύ τρόπο, έντονα, δριμεία
βιντι͜άεταικαταλαμβάνεται από οίστρο, δεν ησυχάζει (από το έντομο βίντος=οίστρος, είδος δίπτερων εντόμων που ενοχλούν, τρελαίνουν ορισμένα ζώα)
γιανασ̌εύ’ςπλησιάζεις, πλευρίζεις yanaşmak
γιάνιπλάι, πλευρό yan
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
’δέντίποτα
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
ελέπωβλέπω
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρδόποκαρδούλα
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόφκουντανεκόβονται
κρούειχτυπάει κρούω
κρύοςκρύο, ψύχος
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
όντεςόταν
πυκνοκουρτώκαταπίνω με μεγάλη συχνότητα
σαρεύ’τυλίγω/ει, περικυκλώνω/ει, εναγκαλίζομαι/εται, μτφ. αρέσει σε sarmak
σ̌ασ̌ίρεμανσάστισμα şaşırmak
σιμώντςπλησιάζεις, σιμώνεις
τέρεμαβλέμμα
Το τέρεμα σ’ το χαμελόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost