.
.
Ιάσων | Σκοποί και τραγούδια από τη Μαύρη Θάλασσα

Ομάλ Σουρμένων

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ομάλ Σουρμένων
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ας σ’ Οξ̌όχ¹ φανερούται
η Φουτσάνη², τ’ Άσπαλο³
Άντα ελέπω τη σεβντι͜ά μ’
το ντουνιά μ’ ανασπάλλω

Ας σο κομ έχ̌’ κι έρχουμαι,
κολογκύθι͜α φορτούμαι
Ντ’ επέρα σε, ε πατσή,
ν’ εξέρ’να να εσκοτούμ’νε!

Εγώ είμαι έμορφος,
κοντοπερ’μένω εμπρός
Άμον μαύρον εσ̌κεπίδ’
να δάκω το μάγουλο σ’

Ε! γαρδέλ’, για άφ’σον με,
ξάι ’κ’ εξέρεις το τέρτι μ’
Αν ου παίρω εσένα,
να φουρκίζω τον κεντί μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλλωξεχνώ
άνταόταν
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άφ’σον(προστ.) άφησε
γαρδέλ’μικρό παιδί cardellino (ιταλ)<cardello<cardellus<carduelis (λατινική)
δάκωδαγκώνω
ελέπωβλέπω
έμορφοςόμορφος/η
εξέρ’ναήξερα, γνώριζα
επέραπήρα
έρχουμαιέρχομαι
εσ̌κεπίδ’σφήκα
εσκοτούμ’νεσκοτωνόμουν
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρχουμαιείμαι στον ερχομό, έρχομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεντίεαυτό(ς), (ως επιρρ.) κατά πρόσωπο, δια ζώσης kendi
κολογκύθι͜ακολοκύθια
κομστάνη, αχυρώνας, αγρόκτημα kom<գոմ (ή/και) εκ των κώμη, kūmh (περσ.)=περίφραξη, κλουβί
ντουνιάκόσμο dünya/dunyā
ξάικαθόλου
ουδεν ουκί<οὐχί
παίρωπαίρνω
πατσήαδελφή, κόρη (ως προσφώνηση γυναίκας γενικά) bacı
σεβντι͜άέρωτα, αγάπη sevda/sevdā
τέρτικαημός, βάσανο, στενοχώρια dert
φανερούταιφανερώνεται
φορτούμαιφορτώνομαι
φουρκίζωπνίγω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλλωξεχνώ
άνταόταν
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άφ’σον(προστ.) άφησε
γαρδέλ’μικρό παιδί cardellino (ιταλ)<cardello<cardellus<carduelis (λατινική)
δάκωδαγκώνω
ελέπωβλέπω
έμορφοςόμορφος/η
εξέρ’ναήξερα, γνώριζα
επέραπήρα
έρχουμαιέρχομαι
εσ̌κεπίδ’σφήκα
εσκοτούμ’νεσκοτωνόμουν
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρχουμαιείμαι στον ερχομό, έρχομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεντίεαυτό(ς), (ως επιρρ.) κατά πρόσωπο, δια ζώσης kendi
κολογκύθι͜ακολοκύθια
κομστάνη, αχυρώνας, αγρόκτημα kom<գոմ (ή/και) εκ των κώμη, kūmh (περσ.)=περίφραξη, κλουβί
ντουνιάκόσμο dünya/dunyā
ξάικαθόλου
ουδεν ουκί<οὐχί
παίρωπαίρνω
πατσήαδελφή, κόρη (ως προσφώνηση γυναίκας γενικά) bacı
σεβντι͜άέρωτα, αγάπη sevda/sevdā
τέρτικαημός, βάσανο, στενοχώρια dert
φανερούταιφανερώνεται
φορτούμαιφορτώνομαι
φουρκίζωπνίγω
Ομάλ Σουρμένων
Σημειώσεις
¹ (Okşoho ή Ohşoho < οξιά, σημ. Pınarbaşı) Χωριό της περιοχής Πενταχωρίου (Beşkoy) Σουρμένων	
² (Futsaniyos ή Yamaç mahalle, Φουτσανί -το) Πρώην ονομασία οικισμού στα Σούρμενα. Σήμερα έχει ενσωματωθεί στο χωριό Büyük Doğanlı της περιοχής Πενταχωρίου (Beşkoy) Σουρμένων
³ (Aspalo ή Asmalı mahalle) Πρώην ονομασία οικισμού στα Σούρμενα. Σήμερα έχει ενσωματωθεί στο χωριό Büyük Doğanlı της περιοχής Πενταχωρίου (Beşkoy) Σουρμένων

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost