.
.
Ιάσων | Σκοποί και τραγούδια από τη Μαύρη Θάλασσα

Γαρασαρέτ’κον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Γαρασαρέτ’κον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Παρχάρ’ αέρα ’φύσεσεν
κάποθεν τέλια-τέλια
[γιαρ (x6)]
Τρυγόνα μ’, τα φιλέματα σ’
γλυκέα άμον μέλια
[γιαρ (x2), πάντα γιαρ (x5)]

Σα παρχάρι͜α μη λάσ̌κεσαι,
πουλί μ’, χωρίς εμέναν
[γιαρ (x6)]
Κι ασ’ όλια τα νερά μη πίντς,
κάποιον έχ̌’ εβδέλλαν
[γιαρ (x2), πάντα γιαρ (x5)]

Κόρη μ’, παρχαροπούλα είσαι,
ρομάνας θα̤γατέρα
[γιαρ (x6)]
Εσέν π’ ελέπ’ την Κερεκήν
’κι πάει ους την Δευτέραν
[γιαρ (x2), πάντα γιαρ (x5)]

Σ’ ελάτ’ αφκά μη κάθεσαι
τ’ ελατοκλάδι͜α στάζ’νε
[γιαρ (x6)]
Σα μανουσ̌άκια απέσ’ πορπάτ’,
τα κάλλια σ’ να φωτάζ’νε
[γιαρ (x2), πάντα γιαρ (x5)]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
ασ’από
αφκάκάτω
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
εβδέλλανβδέλλα βδάλλω
ελάτ’έλατο
ελατοκλάδι͜αελατόκλαδα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έχ̌’έχει
κάλλιακάλλη
κάποθεναπό κάπου
ΚερεκήνΚυριακή
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μανουσ̌άκιαμενεξέδες/βιολέτες մանուշակ (manušak)<manafšak
όλιαόλα
ουςως, μέχρι
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πίντςπίνεις
πορπάτ’(προστ.) περπάτα
ρομάναςπαρχαρομάνας, γυναίκας επιφορτισμένης με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
στάζ’νεστάζουνε
τέλιασύρματα, χορδές μουσικού οργάνου tel
τέλια-τέλιακυματιστά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φιλέματαφιλιά
’φύσεσεν(εφύσεσεν) φύσηξε
φωτάζ’νεφωτίζουν, λάμπουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
ασ’από
αφκάκάτω
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
εβδέλλανβδέλλα βδάλλω
ελάτ’έλατο
ελατοκλάδι͜αελατόκλαδα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έχ̌’έχει
κάλλιακάλλη
κάποθεναπό κάπου
ΚερεκήνΚυριακή
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μανουσ̌άκιαμενεξέδες/βιολέτες մանուշակ (manušak)<manafšak
όλιαόλα
ουςως, μέχρι
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πίντςπίνεις
πορπάτ’(προστ.) περπάτα
ρομάναςπαρχαρομάνας, γυναίκας επιφορτισμένης με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
στάζ’νεστάζουνε
τέλιασύρματα, χορδές μουσικού οργάνου tel
τέλια-τέλιακυματιστά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φιλέματαφιλιά
’φύσεσεν(εφύσεσεν) φύσηξε
φωτάζ’νεφωτίζουν, λάμπουν
Γαρασαρέτ’κον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost