.
.
25 χρόνια Ασλανίδης - 30 χρόνια VASIPAP

Ψηλά είν’ τα παράθυρα σ’ /Απ’ αδά ’ς σ’ εσέτερα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ψηλά είν’ τα παράθυρα σ’ /Απ’ αδά ’ς σ’ εσέτερα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
[Και] Ψηλά είν’ τα παράθυρα σ’
[γιαβρόπο μου, και]
[και] συρμένα τα περτέδες [ούχι]
[Και] ’Κι ξέρω ακόμα αν κάθεσαι,
[γιαβρόπο μο, όι, γιαβρίκα μου]
[και] ’κι ξέρω αν εκοιμέθες [ου]

♫

Απ’ αδά ’ς τ’ εσέτερα,
πουλί μ’, μακρά πα ’κ’ έν’ -ι
Μήλον να σύρω έρ’ται,
κυδών’ παραδι͜αβαίνει
[ποδεδίζω σε!]

Όλιον θέλτς να παίρτς φιστάν’
και σ’ οσπίτ’ ’κ’ έχομε ταν
Παπούτσ̌ι͜α τακουνλία
με τ’ εύκαιρον κοιλία
[ποδεδίζω σε!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
γιαβρίκα(υποκορ.) μωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
είν’(για πληθ.) είναι
εκοιμέθεςκοιμήθηκες
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εσέτεραδικά σου/σας
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
έχομεέχουμε
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
όλιονόλο, ολόκληρο
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
ουδεν ουκί<οὐχί
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρτςπαίρνεις
περτέδεςπαραπετάσματα παραθύρων, κουρτίνες perde
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’ς(ας) από
συρμένατραβηγμένα
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τακουνλίααυτά που έχουν τακούνι taccon(e)+ -li
φιστάν’φουστάνι fistan<fustān
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
γιαβρίκα(υποκορ.) μωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
είν’(για πληθ.) είναι
εκοιμέθεςκοιμήθηκες
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εσέτεραδικά σου/σας
εύκαιρον(ουδ.) άδειο, αδειανό, (αρσ.) ανόητο, κουφιοκέφαλο
έχομεέχουμε
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
όλιονόλο, ολόκληρο
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
ουδεν ουκί<οὐχί
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρτςπαίρνεις
περτέδεςπαραπετάσματα παραθύρων, κουρτίνες perde
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
’ς(ας) από
συρμένατραβηγμένα
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τακουνλίααυτά που έχουν τακούνι taccon(e)+ -li
φιστάν’φουστάνι fistan<fustān
Ψηλά είν’ τα παράθυρα σ’ /Απ’ αδά ’ς σ’ εσέτερα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost