.
.
25 χρόνια Ασλανίδης - 30 χρόνια VASIPAP

Ραχ̌ία επορπάτεσα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ραχ̌ία επορπάτεσα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ραχ̌ία επορπάτεσα,
κρύα νερόπα έπα
[έλα -ν- έλα]
Όντες δι͜αβαίντς, τρυγόνα μου,
’κχ̌ύσον λίγα δα̤κρόπα
[έλα -ν- έλα]

Ερώτα σον παρχάρ’, πουλί μ’,
ντό λέγ’νε τ’ αηδόνι͜α
[έλα -ν- έλα]
Ντ’ ευτάει ας ση σεβντάν η ψ̌η
και ’ς σα πολλά τα πόνι͜α
[έλα -ν- έλα]

Θα κελαηδούν, θα λέγ’νε σε
τη χαμονή σ’, πουλόπο μ’
[έλα -ν- έλα]
Η χαμονή σ’ ’κι σύρκεται,
γεραλίν το καρδόπο μ’
[έλα -ν- έλα]

Γράμμα θα στείλω σε, πουλί μ’,
και με το χ̌ελιδόνι
[έλα -ν- έλα]
Και με τη θάλασσαν χαρτίν
θα γράφτ’ το τέρτ’ τ’ εμόν-ι
[έλα -ν- έλα/πατ’ και δέβα]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
γράφτ’γράφω/ει
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δέβα(προστ.) πήγαινε
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαήπια
επορπάτεσαπερπάτησα
ερώτα(προστ.) ρώτησε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κχ̌ύσον(προστ.) έκχυσε, χύσε, έκβαλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λέγ’νελένε
νερόπανεράκια
όντεςόταν
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνι͜απόνοι
πουλόποπουλάκι
ραχ̌ίαράχες, βουνά
’ς(ας) από
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σύρκεταιτραβιέται, αντέχεται
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χαμονήχαμός, όλεθρος
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
γράφτ’γράφω/ει
δα̤κρόπα(υποκορ.) δάκρυα
δέβα(προστ.) πήγαινε
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαήπια
επορπάτεσαπερπάτησα
ερώτα(προστ.) ρώτησε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κχ̌ύσον(προστ.) έκχυσε, χύσε, έκβαλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λέγ’νελένε
νερόπανεράκια
όντεςόταν
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνι͜απόνοι
πουλόποπουλάκι
ραχ̌ίαράχες, βουνά
’ς(ας) από
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σύρκεταιτραβιέται, αντέχεται
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
χαμονήχαμός, όλεθρος
ψ̌ηψυχή
Ραχ̌ία επορπάτεσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost