.
.
25 χρόνια Ασλανίδης - 30 χρόνια VASIPAP

Άμε μάνα, άμε μάνα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Άμε μάνα, άμε μάνα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Απάν’ σα παρχαρόχορτα
χτισμένα καλυβόπα
Αδά κι ακεί πα βόσκουνταν
μουσκάρι͜α και χτηνόπα

Πάει ομάλι͜α, πάει ομάλι͜α,
τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλι͜α
Πάει ομάλι͜α πάει και τίκια,
τ’ ορταρόπα τ’ς είν’ τιφτίκια

Τα καλύβα̤ λιθόχτιστα
χαρτώματα το στέβος
Και παρχαρέτ’σσα εγέντον
το γιαβρόπο μ’ οφέτος

Άμε μάνα, άμε μάνα,
άμε κι αλήγορα δέβα
Τη θάλασσαν στράταν ποίσον,
τη νύφεν έπαρ’ κι έλα

Τα χτήνια εξέβαν σον παρχάρ’,
θ’ αλμέ͜ει η παρχαρέτ’σσα
Γουρπάν’ ατ’ς ποδεδίζ’ ατεν,
ατέ έτον Σαντέτ’σσα

Πάει ομάλι͜α, πάει ομάλι͜α,
τ’ ορταρόπα τ’ς αρνομάλλι͜α
Πάει ομάλι͜α πάει και τίκια,
τ’ ορταρόπα τ’ς είν’ τιφτίκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
ακείεκεί
αλήγοραγρήγορα
αλμέ͜ειαρμέγει
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
απάν’πάνω
αρνομάλλι͜αμαλλί αρνιού
ατέαυτή
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
βόσκουντανβοσκούν
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δέβα(προστ.) πήγαινε
εγέντονέγινε
είν’(για πληθ.) είναι
εξέβανβγήκαν
έπαρ’(προστ.) πάρε
έτονήταν
καλυβόπα(υποκορ.) καλύβες
μουσκάρι͜αμοσχάρια
νύφεννύφη
ομάλι͜α(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
ορταρόπα(υποκορ.) μάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
οφέτοςφέτος
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
παρχαρόχορταχόρτα του παρχαριού
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
στέβοςστέγη, σκεπή
τίκιαστητά dik
τιφτίκιαμοχέρ, ύφασμα από μαλλί αίγας tiftik/teftīk
χαρτώματαλεπτά φύλλα σανιδιών ειδικά για την στέγη
χτήνιααγελάδες
χτηνόπααγελαδίτσες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
ακείεκεί
αλήγοραγρήγορα
αλμέ͜ειαρμέγει
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
απάν’πάνω
αρνομάλλι͜αμαλλί αρνιού
ατέαυτή
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
βόσκουντανβοσκούν
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δέβα(προστ.) πήγαινε
εγέντονέγινε
είν’(για πληθ.) είναι
εξέβανβγήκαν
έπαρ’(προστ.) πάρε
έτονήταν
καλυβόπα(υποκορ.) καλύβες
μουσκάρι͜αμοσχάρια
νύφεννύφη
ομάλι͜α(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
ορταρόπα(υποκορ.) μάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
οφέτοςφέτος
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
παρχαρόχορταχόρτα του παρχαριού
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
στέβοςστέγη, σκεπή
τίκιαστητά dik
τιφτίκιαμοχέρ, ύφασμα από μαλλί αίγας tiftik/teftīk
χαρτώματαλεπτά φύλλα σανιδιών ειδικά για την στέγη
χτήνιααγελάδες
χτηνόπααγελαδίτσες
Άμε μάνα, άμε μάνα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost