.
.
Απάν’ σο γλυκοχάραμαν

Μωμόερος θα ’ίνουμαι

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τα μωμοέρι͜α εξέβανε,
τα Φώτα, τ’ Αγιαννί’
Ατείν’ χωρία λάσκουνταν
αρ’ άμον παλαλοί

Μωμόερος θα ’ίνουμαι
και με τα κωδωνόπα
θα λάσκουμαι μεσανυχτί’
και γνεφίζω κορτσόπα

Μωμόερος θα ’ίνουμαι,
πάντα πασ̌κείμ’ θα είμαι;
Θα έρχουμαι θα παίρω σε,
αρ’ μετ’ εσέν θα κείμαι

Ανάθεμά σε, νε κουτσ̌ή,
πώς είσαι πελιαλίσσα!
Μετ’ εμέν τον μωμόερον
εξέβες σεβνταλίσσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Αγιαννί’Αγιαννιού
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατείν’αυτοί
γνεφίζωξυπνώ
εξέβανεβγήκαν
εξέβεςβγήκες
έρχουμαιέρχομαι
’ίνουμαιγίνομαι
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κορτσόπακοριτσάκια
κουτσ̌ήκόρη
κωδωνόπακουδουνάκια
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λάσκουντανπεριφέρονται, τριγυρίζουν, περιπλανώνται ἀλάομαι/ηλάσκω
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μωμοέρι͜α(γνωστό και ως μωμόγεροι ή μωμόεροι) λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
μωμόερονμωμόγερο, βλ. μωμοέρι͜α
μωμόερος(ή μωμόγερος) αυτός που συμμετέχει στα μωμοέρια, λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
παίρωπαίρνω
παλαλοίτρελοί
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πελιαλίσσαπου προκαλεί μπελάδες, προβληματική belalı
σεβνταλίσσαερωτευμένη, ερωτοχτυπημένη sevdalı
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Αγιαννί’Αγιαννιού
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατείν’αυτοί
γνεφίζωξυπνώ
εξέβανεβγήκαν
εξέβεςβγήκες
έρχουμαιέρχομαι
’ίνουμαιγίνομαι
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κορτσόπακοριτσάκια
κουτσ̌ήκόρη
κωδωνόπακουδουνάκια
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λάσκουντανπεριφέρονται, τριγυρίζουν, περιπλανώνται ἀλάομαι/ηλάσκω
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μωμοέρι͜α(γνωστό και ως μωμόγεροι ή μωμόεροι) λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
μωμόερονμωμόγερο, βλ. μωμοέρι͜α
μωμόερος(ή μωμόγερος) αυτός που συμμετέχει στα μωμοέρια, λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
παίρωπαίρνω
παλαλοίτρελοί
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πελιαλίσσαπου προκαλεί μπελάδες, προβληματική belalı
σεβνταλίσσαερωτευμένη, ερωτοχτυπημένη sevdalı
χωρίαχωριά
Μωμόερος θα ’ίνουμαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost