.
.
Τη ψ̌ης το καρακίδ’

Ε! Χρήστο Χρυσανθόπουλε

Ε! Χρήστο Χρυσανθόπουλε
fullscreen
Ε! Χρήστο Χρυσανθόπουλε
με τοι αγγέλτς κοιμάσαι
Τη Πόντονος το μανουσ̌άκ’
ατό η γη εχάσεν

Εχπάστες με τον Πήγασον,
τα λίβι͜α επιδέβες
Εγέντς άστρεν και τσ̌αρτιλί͜εις
σον ουρανόν ντ’ εξέβες

Μουρδουλιχτόν το παίξιμο σ’,
αγνόν η τραγωδία σ’
Και πώς να μη αγγεύομε
το τρανόν την καρδία σ’;

Ομνούν και κατορκίσ̌κουνταν
αρ’ τα ποντιοπούλι͜α
Όλα θα τοπλαεύκουνταν
για τα Χρυσανθοπούλει͜α

Ε! Χρήστο Χρυσανθόπουλε
ανάσπαλτον η ιδέα σ’
Παρώρας εγέντς άγγελος
ορφάντσες την παρέα σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλτςαγγέλους
αγγεύομεπροσεγγίζουμε, αναφέρουμε
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
ανάσπαλτοναλησμόνητο/η, αξέχαστο/η
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άστρενάστρο
εγέντςέγινες, κατάντησες
εξέβεςβγήκες
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
εχπάστεςαναχώρησες, κίνησες για
ιδέαμορφή, όψη, θωριά
κατορκίσ̌κουντανεξορκίζονται, δεσμεύονται με όρκο
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μανουσ̌άκ’μενεξές/βιολέτα մանուշակ (manušak)<manafšak
μουρδουλιχτόνυπόκωφο γρύλλισμα, υπόκωφος ήχος
ορφάντσεςάφησες ορφανό
παρώραςπρόωρα, παράκαιρα
ΠόντονοςΠόντου
τοιτους/τις
τοπλαεύκουντανμαζεύονται, συγκεντρώνονται toplamak
τραγωδίατραγούδι
τσ̌αρτιλί͜ειςλάμπεις, λαμποκοπάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλτςαγγέλους
αγγεύομεπροσεγγίζουμε, αναφέρουμε
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
ανάσπαλτοναλησμόνητο/η, αξέχαστο/η
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άστρενάστρο
εγέντςέγινες, κατάντησες
εξέβεςβγήκες
επιδέβεςέφυγες, άφησες πίσω, προσπέρασες, ξεπέρασες
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
εχπάστεςαναχώρησες, κίνησες για
ιδέαμορφή, όψη, θωριά
κατορκίσ̌κουντανεξορκίζονται, δεσμεύονται με όρκο
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μανουσ̌άκ’μενεξές/βιολέτα մանուշակ (manušak)<manafšak
μουρδουλιχτόνυπόκωφο γρύλλισμα, υπόκωφος ήχος
ορφάντσεςάφησες ορφανό
παρώραςπρόωρα, παράκαιρα
ΠόντονοςΠόντου
τοιτους/τις
τοπλαεύκουντανμαζεύονται, συγκεντρώνονται toplamak
τραγωδίατραγούδι
τσ̌αρτιλί͜ειςλάμπεις, λαμποκοπάς
Ε! Χρήστο Χρυσανθόπουλε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost