.
.
Ποντιακά Νο7

Η τρυγόνα

Η τρυγόνα
fullscreen
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα
[Η τρυγόνα -ν-, η τρυγόνα / κορώνα]
Έστεκεν και εποίν’νεν ξύλα
[Η τρυγόνα -ν-, η κορώνα]

Τα ξύλα τ’ς έταν οξέας,
[Η τρυγόνα -ν-, η κορώνα]
άντρας ατ’ς έτον μυξέας
[Η τρυγόνα -ν-, η κορώνα]

Η τρυγόνα με τ’ ορτάρι͜α
[Η τρυγόνα -ν-, η κορώνα]
πάει σ’ ορμάν’ σωρεύ’¹ χορτάρι͜α
[Η τρυγόνα -ν-, η κορώνα]

Η τρυγόνα με τ’ αντζία
[Η τρυγόνα -ν-, η κορώνα]
πάει σ’ ορμάν’ σωρεύ’¹ τσατσία
[Η τρυγόνα -ν-, η κορώνα]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αντζίαπόδια, μηροί
ατ’ςαυτής, της
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έτανήταν
έτονήταν
κορώνα(ή κορόνα) κουρούνα, μτφ. προσφώνηση γυναίκας (για γυναίκα που χήρεψε), μτφ. καημένη κορώνη
μυξέαςμυξιάρης
οξέαςοξιές
ορμάν’δάσος orman
ορτάρι͜αμάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
σωρεύ’μαζεύει, συγκεντρώνει σωρεύω
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσατσίαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αντζίαπόδια, μηροί
ατ’ςαυτής, της
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έτανήταν
έτονήταν
κορώνα(ή κορόνα) κουρούνα, μτφ. προσφώνηση γυναίκας (για γυναίκα που χήρεψε), μτφ. καημένη κορώνη
μυξέαςμυξιάρης
οξέαςοξιές
ορμάν’δάσος orman
ορτάρι͜αμάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
σωρεύ’μαζεύει, συγκεντρώνει σωρεύω
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσατσίαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
Η τρυγόνα
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται προφανώς εκ παραδρομής να λέει «σαρεύ’=τυλίγει, περικυκλώνει»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost