.
.
Σιμά σον Δαφνοπόταμον

Παρχάρ’ αέρα εφύσεσεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Παρχάρ’ αέρα εφύσεσεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εποίκες με, αρνόπο μου,
’κ’ επορώ να κοιμούμαι
Κρού’νε σο νου μ’ τ’ ομματόπα σ’,
πάω να παλαλούμαι

Πάμε, πουλόπο μ’, πάμε,
για τ’ εσέναν θα χάμαι
Αν ίσως λέγω ψέματα,
πουλί μ’, ανάθεμά με!

Παρχάρ’ αέρα εφύσεσεν
κάποθεν τέλια-τέλια
Κορτσόπο μ’, τα φιλέματα σ’
γλυκέα κι άμον μέλια

Και μα την Παναΐα,
λέγω την αληθείαν
«Τσ̌αχπούν’» εξέγκαν τ’ όνομα μ’
σ’ εσόν την γειτονίαν

Κορτσόπον, τα στομόχ̌ειλα σ’
αρ’ όντες καλατσ̌εύ’νε
Κρού’νε μαχ̌αίρι͜α δίστομα,
εμέναν τογραεύ’νε

Και μα την Παναΐα,
λέγω την αληθείαν
«Τσ̌αχπούν’» εξέγκαν τ’ όνομα μ’
σ’ εσόν την γειτονίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
εξέγκανέβγαλαν
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
εσόνδικός/ή/ό σου
εφύσεσενφύσηξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύ’νεομιλούν, συνομιλούν, συζητούν keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κάποθεναπό κάπου
κοιμούμαικοιμάμαι
κορτσόποκοριτσάκι
κορτσόπονκοριτσάκι
κρού’νεχτυπούν κρούω
κρού’νε σο νου μ’έρχονται στο νου μου/στη σκέψη μου κρούω
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
παλαλούμαιτρελαίνομαι
ΠαναΐαΠαναγιά
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πουλόποπουλάκι
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τέλιασύρματα, χορδές μουσικού οργάνου tel
τέλια-τέλιακυματιστά
τογραεύ’νεκομματιάζουν doğramak
τσ̌αχπούν’τσαχπίνη, μπερμπάντη çapkın
φιλέματαφιλιά
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
εξέγκανέβγαλαν
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
εσόνδικός/ή/ό σου
εφύσεσενφύσηξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύ’νεομιλούν, συνομιλούν, συζητούν keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κάποθεναπό κάπου
κοιμούμαικοιμάμαι
κορτσόποκοριτσάκι
κορτσόπονκοριτσάκι
κρού’νεχτυπούν κρούω
κρού’νε σο νου μ’έρχονται στο νου μου/στη σκέψη μου κρούω
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
παλαλούμαιτρελαίνομαι
ΠαναΐαΠαναγιά
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πουλόποπουλάκι
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τέλιασύρματα, χορδές μουσικού οργάνου tel
τέλια-τέλιακυματιστά
τογραεύ’νεκομματιάζουν doğramak
τσ̌αχπούν’τσαχπίνη, μπερμπάντη çapkın
φιλέματαφιλιά
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
Παρχάρ’ αέρα εφύσεσεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost