.
.
Τραγούδια του Πόντου | ΣΟΛ Κέντρο Έρευνας Παραδοσιακής Μουσικής

Έλα ποδεδίζω σε/Τρομαχτόν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Έλα ποδεδίζω σε/Τρομαχτόν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έλα ποδεδίζω σε -ν-,
ψένω ωβόν και δίγω σε
Κι αν ωρι͜άεις καλά τα ζα
τη Λαμπρήν θ’ αντρίζω σε

Χόπα-χόπα, χόπα-χόπα
σην καϊτέ μ’ απάν’, κορτσόπα
Κι ους να ξημερών’, κορτσόπα,
ντώστεν και τα ποδαρόπα

Το πρόσωπον ατ’ς αλών’,
όλτς εμουν θα παλαλών’
Πάντα τερεί χαμελά
κι αφκακέσ’ χαμογελά

Η κεμεντζ̌έ μ’ μουρδουλίζ’,
το λαλόπο μ’ κωδωνίζ’
Ζει καλά και τσ̌ιπ καλά
βαθέα που ’κι νουνίζ’

Την ημέραν κερεντήν
και το βράδον κεμεντζ̌έν
Ήντζαν έν’ και σεβνταλής
ας έρ’ται και μετ’ εμέν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλών’αλώνι
αντρίζωβρίσκω άντρα, παντρεύω/ομαι
απάν’πάνω
ατ’ςαυτής, της
αφκακέσ’κάτω πέρα
βαθέαβαθιά
βράδονβράδυ
δίγωδίνω
εμουνμας
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
ζαζώα
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
καϊτέμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κερεντήνκόσσα, μακρυδρέπανο, γεωργικό εργαλείο με το οποίο θερίζεται το τριφύλλι ή άλλο χόρτο, είδος δρεπανιού գերանդի (gerandi)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κωδωνίζ’κουδουνίζει
λαλόποφωνούλα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
νουνίζ’σκέφτεται
ντώστεν(προστ.) χτυπήστε
όλτςόλους
ουςως, μέχρι
παλαλών’τρελαίνει
ποδαρόπαποδαράκια
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβνταλήςερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος sevdalı
τερείκοιτάει
τσ̌ιπεντελώς, ολότελα, ακριβώς
χαμελάχαμηλά
χόπαχαρωπά, ζωηρά (επιφώνημα χορού) hoppa (ονοματοποιητική λέξη «ήχος παιδιού που πηδά»)
ψένωψήνω
ωβόναβγό
ωρι͜άειςπροσέχεις, φυλάς, επιβλέπεις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλών’αλώνι
αντρίζωβρίσκω άντρα, παντρεύω/ομαι
απάν’πάνω
ατ’ςαυτής, της
αφκακέσ’κάτω πέρα
βαθέαβαθιά
βράδονβράδυ
δίγωδίνω
εμουνμας
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
ζαζώα
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
καϊτέμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κερεντήνκόσσα, μακρυδρέπανο, γεωργικό εργαλείο με το οποίο θερίζεται το τριφύλλι ή άλλο χόρτο, είδος δρεπανιού գերանդի (gerandi)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κωδωνίζ’κουδουνίζει
λαλόποφωνούλα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μουρδουλίζ’γρυλλίζει υπόκωφα, παράγει υπόκωφο ήχο
νουνίζ’σκέφτεται
ντώστεν(προστ.) χτυπήστε
όλτςόλους
ουςως, μέχρι
παλαλών’τρελαίνει
ποδαρόπαποδαράκια
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σεβνταλήςερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος sevdalı
τερείκοιτάει
τσ̌ιπεντελώς, ολότελα, ακριβώς
χαμελάχαμηλά
χόπαχαρωπά, ζωηρά (επιφώνημα χορού) hoppa (ονοματοποιητική λέξη «ήχος παιδιού που πηδά»)
ψένωψήνω
ωβόναβγό
ωρι͜άειςπροσέχεις, φυλάς, επιβλέπεις
Έλα ποδεδίζω σε/Τρομαχτόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost