.
.
Τραγούδια του Πόντου | ΣΟΛ Κέντρο Έρευνας Παραδοσιακής Μουσικής

Ερχίνεσεν, πουλί μ’, να βρέχ̌’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ερχίνεσεν, πουλί μ’, να βρέχ̌’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ερχίνεσεν, πουλί μ’, να βρέχ̌’
και να ξεροχ̌ι͜ονίζει
Ατουπέσ’ σ’ εγκαλιόπο σου
νασάν που ρωθωνίζει

Έρθεν, πουλί μ’, ο χ̌ειμωγκόντς,
έρθαν τα κρύα μήνας
Νασάν που κείνταν δύ’ νομάτ’,
ν’ αηλί που κείται είνας

Τη νύχταν όντες τραγωδώ,
όλα ’γνεφούν και σ’κούνταν
Αζώσταγα κι ασ̌κέπαγα
σα πόρτας αφουκρούνταν

Ανάθεμα τη μάνα σ’,
[και -ν-] εσέναν ποδεδίζω
Εφέκα το κετσ̌ίνεμαν
και για τ’ εσέν νουνίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αζώσταγαμη ζωσμένα, αυτά που δεν έχουν φορέσει ζώνη ή δεν μεταφέρουν αντικείμενα κρεμασμένα πάνω τους ἀ- στερητικό + ζώννυμι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ασ̌κέπαγαασκέπαστα, μη επαρκώς ντυμένα
ατουπέσ’εκεί μέσα ατού+απέσ'
αφουκρούνταναφουγκράζονται
βρέχ̌’βρέχει
’γνεφούνξυπνούν
δύ’δύο
εγκαλιόποαγκαλίτσα
είναςένας/μία
έρθανήρθαν
έρθενήρθε
ερχίνεσενάρχισε
εφέκαάφησα
κείντανκείτονται, ξαπλώνουν
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κετσ̌ίνεμανβιοπορισμός, το να βγάζεις τα προς το ζην geçinme
μήνας(τα) μήνες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
νομάτ’άνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
νουνίζωσκέφτομαι
όντεςόταν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ρωθωνίζειροχαλίζει
σ’κούντανσηκώνονται
τραγωδώτραγουδάω
χ̌ειμωγκόντςχειμώνας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αζώσταγαμη ζωσμένα, αυτά που δεν έχουν φορέσει ζώνη ή δεν μεταφέρουν αντικείμενα κρεμασμένα πάνω τους ἀ- στερητικό + ζώννυμι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ασ̌κέπαγαασκέπαστα, μη επαρκώς ντυμένα
ατουπέσ’εκεί μέσα ατού+απέσ'
αφουκρούνταναφουγκράζονται
βρέχ̌’βρέχει
’γνεφούνξυπνούν
δύ’δύο
εγκαλιόποαγκαλίτσα
είναςένας/μία
έρθανήρθαν
έρθενήρθε
ερχίνεσενάρχισε
εφέκαάφησα
κείντανκείτονται, ξαπλώνουν
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κετσ̌ίνεμανβιοπορισμός, το να βγάζεις τα προς το ζην geçinme
μήνας(τα) μήνες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
νομάτ’άνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
νουνίζωσκέφτομαι
όντεςόταν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ρωθωνίζειροχαλίζει
σ’κούντανσηκώνονται
τραγωδώτραγουδάω
χ̌ειμωγκόντςχειμώνας
Ερχίνεσεν, πουλί μ’, να βρέχ̌’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost