.
.
Ποντιακό Γλέντι Νο3

Λέω να παρχαρεύ’ς ατεν

Λέω να παρχαρεύ’ς ατεν
fullscreen
Λέω να παρχαρεύ’ς ατεν
να ’φτάς ατεν ρομάνα
Να κατηβάζ’ σο χωρίον
με το κρενίν το γάλαν

’Λέπ’ς με και τσ̌εχρέ -ν- αλλά͜εις
και τ’ οφρύδι͜α σ’ κορδυλιά͜εις
Γέλασον κι εμέναν τέρεν
την ψ̌η μ’ σα καρνάλι͜α φέρεν

Εσύ θ’ επέᶥγ̆’νες σον παρχάρ’
εμέναν κατ’ ελάλ’νες;
Καλά ντο ’κ’ έρθα μετ’ εσέν
τ’ εμ’σόν τη ψ̌η μ’ θ’ εβγάλλ’νες

Γιά το «ναι», γιά το «γιοκ» πέ’
και μη παί͜εις με «κουπεπέ»
Μετ’ ατό το «κουπεπέ»
το αίμα μ’ έγκες σην τεπέ μ’

Ρομάνες πάτε σο παρχάρ’
καλά δουλείας ποίστεν
Όντες τρώτε τ’ ανθόγαλαν
το μερτικό μ’ αφήστεν

’Λέπ’ς με και τσ̌εχρέ -ν- αλλά͜εις
και τ’ οφρύδι͜α σ’ κορδυλιά͜εις
Γέλασον κι εμέναν τέρεν
την ψ̌η μ’ σα καρνάλι͜α φέρεν

Έλα, πουλόπο μ’, μετ’ εμέν
ας πάμε σα παρχάρι͜α
Αρ’ όντες φυσά και χ̌ι͜ονίζ’
παίρω σε σην εγκάλι͜α μ’

Γιά το «ναι», γιά το «γιοκ» πέ’
και μη παί͜εις με «κουπεπέ»
Μετ’ ατό το «κουπεπέ»
Το αίμα μ’ έγκες σην τεπέ μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλλά͜ειςαλλάζεις
ανθόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατεναυτήν
γέλασον(προστ.) γέλασε
γιάείτε, ή ya/yā
γιοκόχι yok
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εβγάλλ’νεςέβγαζες
εγκάλι͜ααγκαλιά
έγκεςέφερες
ελάλ’νεςέβγαζες λαλιά, καλούσες, αποκαλούσες, προσκαλούσες, οδηγούσες
εμ’σόνμισό/ή
επέᶥγ̆’νεςπήγαινες
έρθαήρθα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρνάλι͜αμικρά καλάθια πλεγμένα με βέργες
κατ’γιατί/γιατί δεν
κατηβάζ’κατεβάζει
κορδυλιά͜ειςκάνεις κόμπο, περιπλέκεις, μτφ. συνοφρυώνεσαι (μπλέκεις τα φρύδια σου) κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
κρενίνξύλινος οχετός ύδατος, βρύση, κρήνη
’λέπ’ς(ελέπ’ς) βλέπεις
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όντεςόταν
οφρύδι͜αφρύδια
παί͜ειςπαίζεις
παίρωπαίρνω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρεύ’ςπαραθερίζεις σε θερινό βοσκότοπο, (ως μεταβ.) μαθαίνεις σε κπ τις δουλειές του παρχαριού
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πέ’(προστ.) πες
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
πουλόποπουλάκι
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
τεπέκορυφή tepe
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσ̌εχρέπρόσωπο çehre/çihre
φέρεν(προστ.) φέρε
’φτάς(ευτάς) κάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
χ̌ι͜ονίζ’χιονίζει
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλλά͜ειςαλλάζεις
ανθόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατεναυτήν
γέλασον(προστ.) γέλασε
γιάείτε, ή ya/yā
γιοκόχι yok
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
εβγάλλ’νεςέβγαζες
εγκάλι͜ααγκαλιά
έγκεςέφερες
ελάλ’νεςέβγαζες λαλιά, καλούσες, αποκαλούσες, προσκαλούσες, οδηγούσες
εμ’σόνμισό/ή
επέᶥγ̆’νεςπήγαινες
έρθαήρθα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρνάλι͜αμικρά καλάθια πλεγμένα με βέργες
κατ’γιατί/γιατί δεν
κατηβάζ’κατεβάζει
κορδυλιά͜ειςκάνεις κόμπο, περιπλέκεις, μτφ. συνοφρυώνεσαι (μπλέκεις τα φρύδια σου) κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
κρενίνξύλινος οχετός ύδατος, βρύση, κρήνη
’λέπ’ς(ελέπ’ς) βλέπεις
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όντεςόταν
οφρύδι͜αφρύδια
παί͜ειςπαίζεις
παίρωπαίρνω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρεύ’ςπαραθερίζεις σε θερινό βοσκότοπο, (ως μεταβ.) μαθαίνεις σε κπ τις δουλειές του παρχαριού
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πέ’(προστ.) πες
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
πουλόποπουλάκι
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
τεπέκορυφή tepe
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσ̌εχρέπρόσωπο çehre/çihre
φέρεν(προστ.) φέρε
’φτάς(ευτάς) κάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
χ̌ι͜ονίζ’χιονίζει
ψ̌ηψυχή
Λέω να παρχαρεύ’ς ατεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost