.
.
Αραεύω σε πατέρα

Πουλί μ’, τ’ εσόν η καλατσ̌ή

Πουλί μ’, τ’ εσόν η καλατσ̌ή
fullscreen
Πουλόπο μ’, τ’ ομματόπα σου
πράσινα άμον ελαίας
Εσέν π’ ελέπ’ να κείται θέλ’
σο χουλιόν τη φωλέα σ’

Γαϊτάνι͜α τ’ οφρυδόπα σου,
τα χ̌είλι͜α σ’ στάζ’νε μέλι
Πουλί μ’, τ’ εσόν η καλατσ̌ή
γλυκύν άμον σ̌εκέρι

Τον κόσμον επαλάλωσεν
τ’ εσόν η εμορφία
Εσύ είσαι άστρον φωτεινόν,
φωτά͜εις και ση σκοτίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
γαϊτάνι͜αέντεχνα πλεγμένα κορδόνια με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο μτφ. όμορφα και λεπτά/καλαίσθητα kaytan
γλυκύνγλυκιά/ό
ελαίας(τα) ελιές, (τη) ελιάς
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμορφίαομορφιά
επαλάλωσεντρέλανε
εσόνδικός/ή/ό σου
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
ομματόπαματάκια
οφρυδόπαφρυδάκια
πουλόποπουλάκι
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σκοτίανσκοτάδι
στάζ’νεστάζουνε
φωλέαφωλιά
φωτά͜ειςφωτίζεις, λάμπεις
χουλιόνζεστό
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
γαϊτάνι͜αέντεχνα πλεγμένα κορδόνια με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο μτφ. όμορφα και λεπτά/καλαίσθητα kaytan
γλυκύνγλυκιά/ό
ελαίας(τα) ελιές, (τη) ελιάς
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμορφίαομορφιά
επαλάλωσεντρέλανε
εσόνδικός/ή/ό σου
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
ομματόπαματάκια
οφρυδόπαφρυδάκια
πουλόποπουλάκι
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σκοτίανσκοτάδι
στάζ’νεστάζουνε
φωλέαφωλιά
φωτά͜ειςφωτίζεις, λάμπεις
χουλιόνζεστό
Πουλί μ’, τ’ εσόν η καλατσ̌ή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost