.
.
Ντό να ’ίνουμαι/Αέτσ’ πως έν’ καλόν έν’

Αέτσ’ πως έν’, καλόν έν’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αέτσ’ πως έν’, καλόν έν’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αρνί μ’, σ’ εμόν το ταφόπο μ’
έλα το χρόνον μίαν
Έναν κερόπον άψον με,
ποίσον με συντροφίαν

Και με το κεμεντζ̌όπο μου
σον Άδ’ θα κατηβαίνω
Εκεί παραπονέματα
έναν βράδον ’κι μένω

Αέτσ’ πως έν’, καλόν έν’
Ψ̌η μ’, τ’ εγκαλόπο σ’ αλών’ έν’
Εφίλεσα το μάγουλο σ’
ας σ’ εμόν τρυφερόν έν’

Αν αποθάνω, γιαβρόπο μ’,
φόρ’ το μαύρον το τσ̌ίτι σ’
Ωρι͜άσον τυρα̤ννίεσαι
και πας κολλί͜εις τ’ οσπίτι σ’

Αν αποθάνω ξάι μη κλαις
και μη τρως την καρδία σ’
Κλάψον με ατώρα ζωντανόν
και σύρον/φτούλτσον τα μαλλία σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αλών’αλώνι
αποθάνωπεθαίνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατώρατώρα
άψον(προστ.) άναψε
βράδονβράδυ
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εφίλεσαφίλησα
κατηβαίνωκατεβαίνω
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
κερόπονκεράκι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλάψον(προστ.) κλάψε
κολλί͜ειςβάζεις φωτιά, καταστρέφεις, κολλάς, πήζεις το γάλα για να γίνει γιαούρτι/τυρί, (επί ανθρώπου) ονοματίζεις
μίανμια φορά
ξάικαθόλου
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παραπονέματαπαράπονα
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταφόπο(υποκορ.) τάφος
τσ̌ίτιμαντίλι κεφαλής çit
τυρα̤ννίεσαιτυραννιέσαι, ταλαιπωριέσαι
φόρ’(προστ.) φόρεσε
φτούλτσον(προστ.) μάδησε, ξεπουπούλισε πτίλον
ψ̌ηψυχή
ωρι͜άσον(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αλών’αλώνι
αποθάνωπεθαίνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατώρατώρα
άψον(προστ.) άναψε
βράδονβράδυ
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εφίλεσαφίλησα
κατηβαίνωκατεβαίνω
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
κερόπονκεράκι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλάψον(προστ.) κλάψε
κολλί͜ειςβάζεις φωτιά, καταστρέφεις, κολλάς, πήζεις το γάλα για να γίνει γιαούρτι/τυρί, (επί ανθρώπου) ονοματίζεις
μίανμια φορά
ξάικαθόλου
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παραπονέματαπαράπονα
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταφόπο(υποκορ.) τάφος
τσ̌ίτιμαντίλι κεφαλής çit
τυρα̤ννίεσαιτυραννιέσαι, ταλαιπωριέσαι
φόρ’(προστ.) φόρεσε
φτούλτσον(προστ.) μάδησε, ξεπουπούλισε πτίλον
ψ̌ηψυχή
ωρι͜άσον(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου
Αέτσ’ πως έν’, καλόν έν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost