.
.
Ονέρ’τα και μουράτι͜α

Το λάλεμαν τη παρχαρομάνας

Το λάλεμαν τη παρχαρομάνας
fullscreen
Έλα, τρυγόνα μ’, σον παρχάρ’, σο λάλεμαν
και τη παρχαρομάνας
[ωφ, ωφ/έλα -ν- έλα]
Μέντσον ας έρ’ται μετ’ εσέν [τρυγόνα μ’]
ο κύρη σ’ και -ν- η μάνα σ’
[ωφ, ωφ/έλα -ν- έλα]

Παίζ’νε αγγείον και γαβάλ’ [τρυγόνα μ’]
θ’ ακούς μακρύν καϊτέν-ι
[ωφ, ωφ/έλα -ν- έλα]
Θα τρως μαντζίραν, πίντς ρακίν [τρυγόνα μ’]
θ’ ακούς και κεμεντζ̌έν-ι
[ωφ, ωφ/έλα -ν- έλα]

Ας σο πρωί ους το βράδον [τρυγόνα μ’]
σείουνταν τα παρχάρι͜α
[ωφ, ωφ/έλα -ν- έλα]
Εντάμαν σύρ’νε τον χορόν [τρυγόνα μ’]
κορτσόπα, παλληκάρι͜α
[ωφ, ωφ/έλα -ν- έλα]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγείονείδος άσκαυλου, πνευστού μουσικού οργάνου
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βράδονβράδυ
γαβάλ’φλογέρα kaval/ḳawwāl
εντάμανμαζί
έρ’ταιέρχεται
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κορτσόπακοριτσάκια
λάλεμανλαλιά, κάλεσμα, αποκάλεσμα, προσκάλεσμα, οδήγηση
μαντζίρανγιαούρτι macun
μέντσον(προστ.) ειδοποίησε, στείλε μήνυμα, πληροφόρησε, παρήγγειλε μηνύω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ουςως, μέχρι
παίζ’νεπαίζουν
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παρχαρομάναςγυναίκες που ήταν επιφορτισμένες με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
πίντςπίνεις
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σείουντανσείονται
σύρ’νεσέρνουν, τραβούν, ρίχνουν
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγείονείδος άσκαυλου, πνευστού μουσικού οργάνου
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βράδονβράδυ
γαβάλ’φλογέρα kaval/ḳawwāl
εντάμανμαζί
έρ’ταιέρχεται
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κορτσόπακοριτσάκια
λάλεμανλαλιά, κάλεσμα, αποκάλεσμα, προσκάλεσμα, οδήγηση
μαντζίρανγιαούρτι macun
μέντσον(προστ.) ειδοποίησε, στείλε μήνυμα, πληροφόρησε, παρήγγειλε μηνύω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ουςως, μέχρι
παίζ’νεπαίζουν
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παρχαρομάναςγυναίκες που ήταν επιφορτισμένες με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
πίντςπίνεις
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σείουντανσείονται
σύρ’νεσέρνουν, τραβούν, ρίχνουν
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
Το λάλεμαν τη παρχαρομάνας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost