.
.
Πολλά είπανε για τ’ εμέν

Εχπάστα, λέει με «πού θα πας;»

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εχπάστα, λέει με «πού θα πας;»
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εχπάστα, λέει με «πού θα πας;»,
λέω «ση χαμονήν»-ι
Ατέ έκλαιεν κι έλεεν
«ν’ αηλί την ορφανήν»-ι

’Κατήβασες με σο τεμέλ’
τ’ οσπίτι μ’ επεδράντσες
Όλιον το βίο μ’ έφαγες,
εμέναν πα -ν- ορφάντσες

Όλια τα πλούτη του κοσμί’
να δίν’νε με ’κι θέλω
Θέλω πάντα εφτωχά να ζω,
πάντα να υποφέρω

Αν αποθάνω σο ταφί μ’
ποίστεν ολίγον τόπον
Σο γιάνι μ’ ’κειάν την κεμεντζ̌έν
κι ένα χουλιάρ’ ρακόπον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάνωπεθαίνω
ατέαυτή
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιάνιπλάι, πλευρό yan
δίν’νεδίνουν
έκλαιενέκλαιγε
έλεενέλεγε
επεδράντσεςέβγαλες την σκεπή του μτφ. το διέλυσες από+ ρδανίν ή δρανίν
εφτωχάφτωχά, φτωχικά
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
’κατήβασες(εκατήβασες) κατέβασες
’κειάνεκεί πάνω
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιαόλα
ολίγονλίγο
όλιονόλο, ολόκληρο
ορφάντσεςάφησες ορφανό
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
ταφίτάφο
τεμέλ’θεμέλιο
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χουλιάρ’κουτάλι κοχλιάριον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποθάνωπεθαίνω
ατέαυτή
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιάνιπλάι, πλευρό yan
δίν’νεδίνουν
έκλαιενέκλαιγε
έλεενέλεγε
επεδράντσεςέβγαλες την σκεπή του μτφ. το διέλυσες από+ ρδανίν ή δρανίν
εφτωχάφτωχά, φτωχικά
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
’κατήβασες(εκατήβασες) κατέβασες
’κειάνεκεί πάνω
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιαόλα
ολίγονλίγο
όλιονόλο, ολόκληρο
ορφάντσεςάφησες ορφανό
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
ταφίτάφο
τεμέλ’θεμέλιο
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χουλιάρ’κουτάλι κοχλιάριον
Εχπάστα, λέει με «πού θα πας;»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost