.
.
Πολλά είπανε για τ’ εμέν

Απόψ’ είδα σε σ’ όνερο μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Απόψ’ είδα σε σ’ όνερο μ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Απόψ’ είδα σε σ’ όνερο μ’·
τρώγω -ν- αΐκα χάλια!
Αρ’ έρθες ασπαρέλωτον
ερρούξες σην εγκάλια μ’

Τα χ̌ερόπα μ’ ερρίγασαν
σου παρχαρί’ την δείσαν
Αφκά σο σπαρελόπο σου
να έσαν κι εχουλείσαν

Χαμέλυνον το σ̌κέπαγμα σ’
κι άλλαξον την πορπάτι͜α σ’
Ελέπ’νε και ζελεύ’νε σε,
πουλόπο μ’, οι δι͜αβάτες

Εμορφάδας ’κι σύρκεται,
εγάπη σ’ ’κι τελείται
Άψιμον και βρούλαν πιάν’
ας σο μέρος ντο κείται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκατέτοια/ες
άλλαξον(προστ.) άλλαξε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασπαρέλωτοναυτό που είναι χωρίς σπαρέλι (γυναικείο στηθόδεσμο), συνεκδ. γυμνόστηθη
αφκάκάτω
άψιμονφωτιά
βρούλανφλόγα brûler
δείσανομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
εγάπηαγάπη
εγκάλιααγκαλιά
ελέπ’νεβλέπουνε
εμορφάδας(ον. πληθ.) ομορφιές ή (γεν. ενικ.) ομορφιάς
έρθεςήρθες
ερρίγασανκρύωσαν ῥιγέω-ῶ
ερρούξεςέπεσες
έσανήταν
εχουλείσανζεσταίνονταν, θερμαίνονταν
ζελεύ’νεζηλεύουν
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
όνεροόνειρο
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πιάν’πιάνει
πορπάτι͜απερπατησιά
πουλόποπουλάκι
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σύρκεταιτραβιέται, αντέχεται
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
χ̌ερόπαχεράκια
χαμέλυνονχαμήλωσε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκατέτοια/ες
άλλαξον(προστ.) άλλαξε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασπαρέλωτοναυτό που είναι χωρίς σπαρέλι (γυναικείο στηθόδεσμο), συνεκδ. γυμνόστηθη
αφκάκάτω
άψιμονφωτιά
βρούλανφλόγα brûler
δείσανομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
εγάπηαγάπη
εγκάλιααγκαλιά
ελέπ’νεβλέπουνε
εμορφάδας(ον. πληθ.) ομορφιές ή (γεν. ενικ.) ομορφιάς
έρθεςήρθες
ερρίγασανκρύωσαν ῥιγέω-ῶ
ερρούξεςέπεσες
έσανήταν
εχουλείσανζεσταίνονταν, θερμαίνονταν
ζελεύ’νεζηλεύουν
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
όνεροόνειρο
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πιάν’πιάνει
πορπάτι͜απερπατησιά
πουλόποπουλάκι
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σύρκεταιτραβιέται, αντέχεται
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
χ̌ερόπαχεράκια
χαμέλυνονχαμήλωσε
Απόψ’ είδα σε σ’ όνερο μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost