.
.
Για την πατρίδα μ’ τραγωδώ

Ν’ αηλί τον εφτωχόν

Ν’ αηλί τον εφτωχόν
fullscreen
Όποιος παράδας έχ̌’,
σο αλών’ ατ’ ξάι ’κι βρέχ̌’
’λόερα τ’ ξάι ’κι τερεί,
σ’ εφτωχόν απάν’ πατεί

Όθεν πάει ’κ’ ελέπ’ καλόν
Ούι! ν’ αηλί τον εφτωχόν!
Όθεν πόρτα κρούει, ’κι ανοί͜ει,
’πουγαλεύτεν τη ζωή

Πού να ευρήκ’ έναν δουλείαν;
νέ καπνά και νέ κοκκία
Κάθεσαι, ποίος θα φάει σε;
Αν πεινάς, ποίος ρωτά σε;

Αν πεινά ο εφτωχόν
κανενός ωτίν ’κ’ ιδρών’
Αρρωσταίν’, ’κ’ ευρήκ’ γιατρόν,
ούτ’ έναν παραθεόν

Ούι! ν’ αηλί τον εφτωχόν,
’κι κοιμάται ους να μερών’
Τρέχ̌’ άμον τον παλαλόν,
να μη χάν’ το ημερ’κόν

Πού να λέει τον καημόν;
Ούι! ν’ αηλί τον εφτωχόν!
Ήσυχοι κοιμούντανε,
’φτωχόν ’κι αφουκρούντανε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλών’αλώνι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανοί͜ειανοίγει
απάν’πάνω
αφουκρούντανεαφουγκράζονται
βρέχ̌’βρέχει
δουλείανδουλειά
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ευρήκ’βρίσκω/ει
εφτωχόνφτωχό
έχ̌’έχει
ημερ’κόνμεροκάματο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούντανεκοιμούνται
κοκκίασιτάρια, κόκκοι σιταριού
κρούειχτυπάει κρούω
’λόερα(ολόερα) ολόγυρα
μερών’μερώνει, ξημερώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέούτε ne
ξάικαθόλου
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ουςως, μέχρι
παλαλόντρελό
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
παραθεόνπροστάτη
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
’πουγαλεύτενέσκασε, βαρέθηκε bunalmak
τερείκοιτάει
τρέχ̌’τρέχει
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ωτίναυτί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλών’αλώνι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανοί͜ειανοίγει
απάν’πάνω
αφουκρούντανεαφουγκράζονται
βρέχ̌’βρέχει
δουλείανδουλειά
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ευρήκ’βρίσκω/ει
εφτωχόνφτωχό
έχ̌’έχει
ημερ’κόνμεροκάματο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούντανεκοιμούνται
κοκκίασιτάρια, κόκκοι σιταριού
κρούειχτυπάει κρούω
’λόερα(ολόερα) ολόγυρα
μερών’μερώνει, ξημερώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέούτε ne
ξάικαθόλου
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ουςως, μέχρι
παλαλόντρελό
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
παραθεόνπροστάτη
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
’πουγαλεύτενέσκασε, βαρέθηκε bunalmak
τερείκοιτάει
τρέχ̌’τρέχει
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ωτίναυτί
Ν’ αηλί τον εφτωχόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost