.
.
Ση παρχαρί’ σο δρόμον

Κερεκούλα

Κερεκούλα
fullscreen
Κερεκή και Κερεκούλα,
η φοτά σ’ επέρεν βρούλαν
Κερεκή και Κερεκίτσα,
ας σου είπες, ’δέν ’κ’ εγροίκ’σα

Ματσουκάτ’σσα, Ματσουκάτ’σσα,
σο δρανί σ’ απάν’ εκάτσα
Ας σο σ̌κύλο σ’ εχπαράγα,
φέρε με νερόν, εκάγα!

Μίαν, μίαν κι αλλομίαν,
χα! κωλόνομον δουλείαν!
«Άνδρας ι-μ’ σην ξενιτείαν»
λέει με, «έλα, ας φιλώ σε μίαν»

Ματσουκάτ’σσα, Ματσουκάτ’σσα,
σο δρανί σ’ απάν’ εκάτσα
Ας σο σ̌κύλο σ’ εχπαράγα,
φέρε με νερόν, εκάγα!

Είδα σε κι ο νου μ’ επήεν
κι όλιον το κορμί μ’ εσείεν
Είδα σε -ν-, επαλαλώθα,
ερρούξα, ετσ̌αμουρώθα

Ματσουκάτ’σσα, Ματσουκάτ’σσα,
σο δρανί σ’ απάν’ εκάτσα
Ας σο σ̌κύλο σ’ εχπαράγα,
Φέρε με νερόν, εκάγα!

Είδα σε ας σην αραμάδαν,
το πόι σ’ άμον λαμπάδαν
Είδα σε σο θεμελίον,
επαρέρθες με θερίον

Ματσουκάτ’σσα, Ματσουκάτ’σσα,
σο δρανί σ’ απάν’ εκάτσα
Ας σο σ̌κύλο σ’ εχπαράγα,
φέρε με νερόν, εκάγα!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλλομίανάλλη μια φορά
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αραμάδανχαραμάδα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
βρούλανφλόγα brûler
’δέντίποτα
δουλείανδουλειά
δρανίφεγγίτης, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
εγροίκ’σακατάλαβα
εκάγακάηκα
εκάτσακάθισα
επαλαλώθατρελάθηκα
επαρέρθεςφάνηκες σαν
επέρενπήρε
επήενπήγε
ερρούξαέπεσα
εσείενσείστηκε
ετσ̌αμουρώθαγέμισα λάσπες çamur
εχπαράγα(αμτβ) τρόμαξα, ξαφνιάστηκα εκσπαράσσω
θεμελίονθεμέλιο, η πέτρα πίσω από την εστία, με μέγεθος από την μια άκρη της εστίας στην άλλη και η οποία χρησιμεύει ως θέση καζανιού/λέβητα, ράφι, αδιέξοδη θυρίδα στον τοίχο δίπλα στην εστία που χρησιμεύει ως ράφι
θερίονθηρίο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
ΚερεκήΚυριακή
ΚερεκίτσαΚυριακίτσα
ΚερεκούλαΚυριακούλα
κωλόνομονάνευ αξίας, άχρηστο/η, άθλιος/α, χάλια
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
μίανμια φορά
όλιονόλο, ολόκληρο
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χα!να!, ορίστε!, ιδού!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλλομίανάλλη μια φορά
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αραμάδανχαραμάδα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
βρούλανφλόγα brûler
’δέντίποτα
δουλείανδουλειά
δρανίφεγγίτης, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
εγροίκ’σακατάλαβα
εκάγακάηκα
εκάτσακάθισα
επαλαλώθατρελάθηκα
επαρέρθεςφάνηκες σαν
επέρενπήρε
επήενπήγε
ερρούξαέπεσα
εσείενσείστηκε
ετσ̌αμουρώθαγέμισα λάσπες çamur
εχπαράγα(αμτβ) τρόμαξα, ξαφνιάστηκα εκσπαράσσω
θεμελίονθεμέλιο, η πέτρα πίσω από την εστία, με μέγεθος από την μια άκρη της εστίας στην άλλη και η οποία χρησιμεύει ως θέση καζανιού/λέβητα, ράφι, αδιέξοδη θυρίδα στον τοίχο δίπλα στην εστία που χρησιμεύει ως ράφι
θερίονθηρίο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
ΚερεκήΚυριακή
ΚερεκίτσαΚυριακίτσα
ΚερεκούλαΚυριακούλα
κωλόνομονάνευ αξίας, άχρηστο/η, άθλιος/α, χάλια
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
μίανμια φορά
όλιονόλο, ολόκληρο
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χα!να!, ορίστε!, ιδού!
Κερεκούλα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost