.
.
Ση παρχαρί’ σο δρόμον

Ο Ματσουκάτες

Ο Ματσουκάτες
fullscreen
Ματσουκάτες ο γιοσμάς
όθεν κέσ’ θέλ’, λάσ̌κεται
Όθεν κέσ’ είν’ τ’ έμορφα,
πάει κλωθογυρι͜άσ̌κεται
Είνας αν χολι͜άσ̌κεται,
άλλεν αγκαλι͜άσ̌κεται

Χοροντζ̌έας μερακλής
έμπρου πάει σο χορόν
Όθεν πάει χωρίεται,
κανείς ’κ’ έν’ άμον ατόν
Το ρακίν πολλά αγαπά,
πίνει͜ ατο τη σ̌κύλ’ ο υιόν

Μάτσ̌καλης παιδάς είμαι,
όθεν πάω λέγ’ ατο
Αν ’κι δί’ς με την κουτσ̌ή σ’,
το καλύβι σ’ καίγ’ ατο
Μαναχόν ’κι λέγ’ ατο,
λέγ’ ατο κι ευτάγ’ ατο

Τ’ έμορφα τα κορτσόπα
ντό πολλά αγαπώ ατα!
Κάθουμαι δασ̌κεύ’ ατα,
σην εγκάλια μ’ φέρ’ ατα
Όθεν κέσ’ ελέπ’ ατα,
«αχ! πουλόπα μ’» λέγ’ ατα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγκαλι͜άσ̌κεταιαγκαλιάζει, εναγκαλίζεται
άλλενάλλη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατααυτά
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
δασ̌κεύ’κατηχώ/ει
δί’ςδίνεις
εγκάλιααγκαλιά
είν’(για πληθ.) είναι
είναςένας/μία
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έμορφαόμορφα
έμπρουεμπρός, μπροστά
έν’είναι
ευτάγ’κάνω/ει, φτιάχνω/ει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλωθογυρι͜άσ̌κεταικλωθογυρίζει, γυροφέρνει
κορτσόπακοριτσάκια
κουτσ̌ήκόρη
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παιδάςπαιδί, νέος άντρας
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόπαπουλάκια
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
φέρ’φέρνω/ει
χολι͜άσ̌κεταιθυμώνει, αγανακτεί
χοροντζ̌έαςπου έχει έφεση στο χορό, χορευταράς
χωρίεταιξεχωρίζει, ξεδιαλέγεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγκαλι͜άσ̌κεταιαγκαλιάζει, εναγκαλίζεται
άλλενάλλη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατααυτά
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
δασ̌κεύ’κατηχώ/ει
δί’ςδίνεις
εγκάλιααγκαλιά
είν’(για πληθ.) είναι
είναςένας/μία
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έμορφαόμορφα
έμπρουεμπρός, μπροστά
έν’είναι
ευτάγ’κάνω/ει, φτιάχνω/ει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλωθογυρι͜άσ̌κεταικλωθογυρίζει, γυροφέρνει
κορτσόπακοριτσάκια
κουτσ̌ήκόρη
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παιδάςπαιδί, νέος άντρας
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόπαπουλάκια
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
φέρ’φέρνω/ει
χολι͜άσ̌κεταιθυμώνει, αγανακτεί
χοροντζ̌έαςπου έχει έφεση στο χορό, χορευταράς
χωρίεταιξεχωρίζει, ξεδιαλέγεται
Ο Ματσουκάτες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost