.
.
Κάποτε στον Πόντο

Ο διωγμός

Ο διωγμός
fullscreen
Είνας μανίτσαν έμποδος [νέι]
και σα διωγμούς [και] σον Πόντον [νέι]
Σα ραχ̌ία εκρύφκουτουν [νέι]
να γλυτών’ και άλλο ψ̌όπον [νέι]

Σα διωγμούς έν’ δίψυχος [νέι]
σο πρώτον το παιδίν ατ’ς [νέι]
Ατό μονάχον ας γλυτών’, [νέι]
η μάνα ας χάν’ την ψ̌ην ατ’ς [νέι]

Χρόνι͜α πολλά εδέβανε [νέι]
και πολλά θα δι͜αβαίν’νε [νέι]
Τα δάκρυ͜α και -ν- ας σα διωγμούς [νέι]
σ’ ομμάτι͜α τ’ς θ’ απομέν’νε [νέι]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απομέν’νεαπομένουν
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατ’ςαυτής, της
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
δίψυχοςέγκυος γυναίκα (που φέρει δύο ψυχές)
εδέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
είναςένας/μία
εκρύφκουτουνκρυβόταν
έμποδοςέγκυος
έν’είναι
μονάχονμονάχα, μοναχό
ομμάτι͜αμάτια
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίαράχες, βουνά
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ψ̌ηνψυχή
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απομέν’νεαπομένουν
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατ’ςαυτής, της
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
δίψυχοςέγκυος γυναίκα (που φέρει δύο ψυχές)
εδέβανε(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
είναςένας/μία
εκρύφκουτουνκρυβόταν
έμποδοςέγκυος
έν’είναι
μονάχονμονάχα, μοναχό
ομμάτι͜αμάτια
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίαράχες, βουνά
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
ψ̌ηνψυχή
ψ̌όπονψυχούλα
Ο διωγμός

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost