.
.
Καρδίας καμονάντας

Ο βίον εμελέσ̌εψεν

Ο βίον εμελέσ̌εψεν
fullscreen
Ο βίον εμελέσ̌εψεν,
παρχάρτς εσ̌ολικεύτεν
Τση μεζιρές το χαβεζλούκ’
τ’ αρνόπο μ’ ’κ’ επεγνεύτεν

Εποίκες με άμον παλαλόν
κι εχάσα το ναμούσι μ’
κι η χώρα ελέπ’ με κι εθαρρεί
πως δί’ και παίρ’ ο νους ι-μ’

Αρνόπο μου, μ’ αρυποδί͜εις,
σ’ όλια ’κι θα προκάνεις
Θα αγνεφί͜εις τον γουρζουλάν
και έρ’ται ρούζ’ απάν’ ι-σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγνεφί͜ειςξυπνάς
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αρυποδί͜ειςκάνεις αραιές/μεγάλες δρασκελιές, μτφ. βιάζεσαι αρύς + ποδίζω
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γουρζουλάνπανούκλα, μτφ. τον θάνατο
δί’δίνει
δί’ και παίρ’(εκφ. δίνει και παίρνει) σβήνει κι ανάβει, ενεργεί αλλοπρόσαλλα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμελέσ̌εψενθορύβησε, μτφ. γέμισε κόσμο, ζωντάνεψε meleşmek=βελάζουν όλα μαζί (για κοπάδι)
επεγνεύτεναρέστηκε, βρήκε της αρεσκείας του beğenmek
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
εσ̌ολικεύτενχάρηκε, ψυχαγωγήθηκε şenlenmek
εχάσαέχασα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μεζιρές(γεν. του μεζιρέ, η) εαρινός/φθινοπωρινός οικισμός μεταξύ ενός χωριού και του παρχαριού όπου εγκαθίσταντο προσωρινά κατά τους μήνες Μάιο και Σεπτέμβριο, κατά την άνοδο και την κάθοδο από το παρχάρι αντίστοιχα mesire/masīre
ναμούσιτιμή, υπόληψη, εντιμότητα namus/nāmūs<νόμος
όλιαόλα
παίρ’παίρνω/ει
παλαλόντρελό
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
προκάνειςπροφτάνεις
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
τσητης
χαβεζλούκ’πόθος, επιθυμία, γούστο heveslilik
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγνεφί͜ειςξυπνάς
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αρυποδί͜ειςκάνεις αραιές/μεγάλες δρασκελιές, μτφ. βιάζεσαι αρύς + ποδίζω
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γουρζουλάνπανούκλα, μτφ. τον θάνατο
δί’δίνει
δί’ και παίρ’(εκφ. δίνει και παίρνει) σβήνει κι ανάβει, ενεργεί αλλοπρόσαλλα
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμελέσ̌εψενθορύβησε, μτφ. γέμισε κόσμο, ζωντάνεψε meleşmek=βελάζουν όλα μαζί (για κοπάδι)
επεγνεύτεναρέστηκε, βρήκε της αρεσκείας του beğenmek
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
εσ̌ολικεύτενχάρηκε, ψυχαγωγήθηκε şenlenmek
εχάσαέχασα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μεζιρές(γεν. του μεζιρέ, η) εαρινός/φθινοπωρινός οικισμός μεταξύ ενός χωριού και του παρχαριού όπου εγκαθίσταντο προσωρινά κατά τους μήνες Μάιο και Σεπτέμβριο, κατά την άνοδο και την κάθοδο από το παρχάρι αντίστοιχα mesire/masīre
ναμούσιτιμή, υπόληψη, εντιμότητα namus/nāmūs<νόμος
όλιαόλα
παίρ’παίρνω/ει
παλαλόντρελό
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
προκάνειςπροφτάνεις
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
τσητης
χαβεζλούκ’πόθος, επιθυμία, γούστο heveslilik
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
Ο βίον εμελέσ̌εψεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost