.
.
Ο Σιμούλτς κι ο Πόλιον μίαν κι άλλο

Ακόμαν μεσημέρτς έν’

Ακόμαν μεσημέρτς έν’
fullscreen
Θέρτσον, άι! δεματίασον,
θ’ έρχουμαι θεμωνιάζω
’Κι ξέρω απόθεν θα δι͜αβαίντς,
τα στράτας ι-σ’ να ωρι͜άζω

Ακόμαν μεσημέρτς έν’!
Με τίναν ελημέρτσεν;
Τη σ̌κύλ’ ο γιον τσ̌αχπίντς έτον,
το καμίσ’ν ατ’ς ετσέρτσεν!

Οσήμερον θα ωρι͜άζ’ ατο,
θα τερώ πού κέσ’ πάει
Και/Άι! μετ’ ατόν που πάει σ’ ορμάν’
ντό θα ’φτάει το συφάειν;

Ακόμαν μεσημέρτς έν’!
Με τίναν ελημέρτσεν;
Τη σ̌κύλ’ ο γιον τσ̌αχπίντς έτον,
το καμίσ’ν ατ’ς ετσέρτσεν!

Εσέναν π’ εζωγράφιζεν,
να προσ̌κυνώ τ’ ακίλ’ν ατ’!
Ατσ̌άπς ασ’ όποιον μελάν’
έβαφεν το κοντύλ’ν ατ’;

Ακόμαν μεσημέρτς έν’!
Με τίναν ελημέρτσεν;
Τη σ̌κύλ’ ο γιον τσ̌αχπίντς έτον,
το καμίσ’ν ατ’ς ετσέρτσεν!

Εμέν πώς ’κι σαρεύ’νε με
ατά τα περμανά -ι;
Όντες ελέπω πλεξούδας,
ευτάγω παλαλά -ι

[Ξαν] Ακόμαν μεσημέρτς έν’!
Με τίναν ελημέρτσεν;
Τη σ̌κύλ’ ο γιον τσ̌αχπίντς έτον,
το καμίσ’ν ατ’ς ετσέρτσεν!

Ακόμαν μεσημέρτς έν’!
Με τίναν ελημέρτσεν;
Τη σ̌κύλ’ ο γιον τσ̌αχπίντς έτον,
το καμίσ’ν ατ’ς ετσέρτσεν!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακίλ’νμυαλό akıl/ʿaḳl
απόθεναπό που, από όπου
ασ’από
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
ατσ̌άπςάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
δεματίασον(προστ.) κάνε δεμάτια
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
έβαφενεμβάπτιζε, βύθιζε σε υγρό
ελέπωβλέπω
ελημέρτσενολημέρισε, πέρασε τη μέρα
έν’είναι
έρχουμαιέρχομαι
έτονήταν
ετσέρτσενέσκισε
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
θεμωνιάζωθημωνιάζω, κάνω τα δεμάτια των σιτηρών ή του χόρτου θημωνιά ή θημωνιές
θέρτσον(προστ.) θέρισε
καμίσ’νπουκάμισο καμίσιον<camisia=λινό ρούχο
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοντύλ’νκοντύλι κονδύλιον<κόνδυλος
μεσημέρτςμεσημέρι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
ορμάν’δάσος orman
οσήμερονσήμερα
παλαλάτρελά, τρέλες
περμανάπερμανάντ, είδος χτενίσματος για να γίνονται κατσαρά τα μαλλιά permanent<permanens
πλεξούδαςπλεξούδες
σαρεύ’νετυλίγουν, περικυκλώνουν, εναγκαλίζονται, μτφ. αρέσουν σε sarmak
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
συφάεινπροσφάγι συν+φαγεῖν
τερώκοιτώ
τίνανποιον/α
τσ̌αχπίντςτσαχπίνης, σκανδαλιάρης çapkın
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ωρι͜άζ’προσέχω/ει, φυλάω/ει, επιβλέπω/ει
ωρι͜άζωπροσέχω, φυλάω, επιβλέπω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακίλ’νμυαλό akıl/ʿaḳl
απόθεναπό που, από όπου
ασ’από
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
ατσ̌άπςάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
δεματίασον(προστ.) κάνε δεμάτια
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
έβαφενεμβάπτιζε, βύθιζε σε υγρό
ελέπωβλέπω
ελημέρτσενολημέρισε, πέρασε τη μέρα
έν’είναι
έρχουμαιέρχομαι
έτονήταν
ετσέρτσενέσκισε
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
θεμωνιάζωθημωνιάζω, κάνω τα δεμάτια των σιτηρών ή του χόρτου θημωνιά ή θημωνιές
θέρτσον(προστ.) θέρισε
καμίσ’νπουκάμισο καμίσιον<camisia=λινό ρούχο
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοντύλ’νκοντύλι κονδύλιον<κόνδυλος
μεσημέρτςμεσημέρι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
ορμάν’δάσος orman
οσήμερονσήμερα
παλαλάτρελά, τρέλες
περμανάπερμανάντ, είδος χτενίσματος για να γίνονται κατσαρά τα μαλλιά permanent<permanens
πλεξούδαςπλεξούδες
σαρεύ’νετυλίγουν, περικυκλώνουν, εναγκαλίζονται, μτφ. αρέσουν σε sarmak
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
συφάεινπροσφάγι συν+φαγεῖν
τερώκοιτώ
τίνανποιον/α
τσ̌αχπίντςτσαχπίνης, σκανδαλιάρης çapkın
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
ωρι͜άζ’προσέχω/ει, φυλάω/ει, επιβλέπω/ει
ωρι͜άζωπροσέχω, φυλάω, επιβλέπω
Ακόμαν μεσημέρτς έν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost