.
.
Τη καρδι͜άς ι-μ’ το φυλλάνοιγμαν

Η κόρ’ εντροπι͜αρία έν’

Η κόρ’ εντροπι͜αρία έν’
fullscreen
Η κόρ’ εντροπι͜αρία έν’
κρύφκεται σην εβόραν
Αποτυλίζ’ τα τσάμι͜ας ατ’ς
και παλαλών’ τη χώραν

Η κόρ’ εντροπι͜αρία έν’
στυμνών’ κι αποστυμνώνει
Ατσάμωτον π’ ελέπ’ ατεν
μέρωμαν ’κι μερώνει

Η κόρ’ εντροπι͜αρία έν’
και ’κι ’ξέρ’ πώς να ευτάει
Νι͜ά σον κόσμον ταράεται
και νι͜ά σον χορόν πάει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αποστυμνώνειπαύει να είναι σκυθρωπός/ή, κατσούφη/α
αποτυλίζ’ξετυλίγω/ει
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
ατσάμωτονχωρίς πλεξούδες (τσάμι͜α), με λυτά μαλλιά
εβόρανσκιά
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έν’είναι
εντροπι͜αρίαντροπαλή
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρύφκεταικρύβεται
μέρωμανξημέρωμα
μερώνειξημερώνει
νι͜άούτε ne
παλαλών’τρελαίνει
στυμνών’συγκλείει τα χείλη με χάρη, (για νεόνυμφη) δεν μιλάει κατά το έθιμο με τα πεθερικά για κπ χρονικό διάστημα, αντιμάχεται κπ και σταματάει να του μιλάει, σκυθρωπιάζει, κατσουφιάζει
ταράεταιαναμιγνύεται, ανακατεύεται, μπλέκεται
τσάμι͜αςπλεξούδες
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αποστυμνώνειπαύει να είναι σκυθρωπός/ή, κατσούφη/α
αποτυλίζ’ξετυλίγω/ει
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
ατσάμωτονχωρίς πλεξούδες (τσάμι͜α), με λυτά μαλλιά
εβόρανσκιά
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έν’είναι
εντροπι͜αρίαντροπαλή
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρύφκεταικρύβεται
μέρωμανξημέρωμα
μερώνειξημερώνει
νι͜άούτε ne
παλαλών’τρελαίνει
στυμνών’συγκλείει τα χείλη με χάρη, (για νεόνυμφη) δεν μιλάει κατά το έθιμο με τα πεθερικά για κπ χρονικό διάστημα, αντιμάχεται κπ και σταματάει να του μιλάει, σκυθρωπιάζει, κατσουφιάζει
ταράεταιαναμιγνύεται, ανακατεύεται, μπλέκεται
τσάμι͜αςπλεξούδες
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
Η κόρ’ εντροπι͜αρία έν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost