.
.
Τη καρδι͜άς ι-μ’ το φυλλάνοιγμαν

Το τσιζντανόπο μ’

Το τσιζντανόπο μ’
fullscreen
Εξέγκα το τσιζντανόπο μ’
έπλωσα ’το παράδες
Είπε με «Εμέν ’κι καντουρεύ’ς
μ’ αΐκα μουταράδες»

Πάω και τρώγω το ποράν’
τ’ απάν’ ι-μ’ όλιον στάζει
Λέει με -ν- «απόψ’ ’κι θα ’πορώ»
κι άλλον ημέρα τάζει

Άμον το χ̌εροκόσκινο σ’
σα χ̌ερόπα σ’ ευρέθα
’Κι ταγιανίζω πουλόπο μ’
αρ’ έρθα κι ετελέθα

Πάω και τρώγω το ποράν’
τ’ απάν’ ι-μ’ όλιον στάζει
Λέει με -ν- «απόψ’ ’κι θα ’πορώ»
κι άλλον ημέρα τάζει

Καλανταρί’ ραχ̌οκόρφι͜α
καπατεμένα χ̌ι͜όνι͜α
Σ’ εμέν μελεσσεδί’ δονάρ’
αρ’ κείντανε τα πόνι͜α

Πάω και τρώγω το ποράν’
τ’ απάν’ ι-μ’ όλιον στάζει
Λέει με -ν- «απόψ’ ’κι θα ’πορώ»
κι άλλον ημέρα τάζει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκατέτοια/ες
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δονάρ’σμήνος μελισσών, κυψέλη μελισσών
εξέγκαέβγαλα
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
έρθαήρθα
ετελέθα(αμτβ.) τελείωσα, εξαντλήθηκα, μτφ. πέθανα
ευρέθαβρέθηκα
Καλανταρί’(γεν.) Γενάρη
καντουρεύ’ςξεγελάς, εξαπατάς, κοροϊδεύεις kandırmak
καπατεμένασκεπασμένα, καλυμμένα, κλεισμένα σε κτ kapatma
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μελεσσεδί’μελισσιού
μουταράδεςπενιχρά μέσα, ψευτοδουλειές müdârâ
όλιονόλο, ολόκληρο
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πόνι͜απόνοι
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
’πορώ(επορώ) μπορώ
πουλόποπουλάκι
ραχ̌οκόρφι͜αβουνοκορφές
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τσιζντανόποπορτοφόλι cüzdan<cuzʾ+ -dān
χ̌ερόπαχεράκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκατέτοια/ες
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
δονάρ’σμήνος μελισσών, κυψέλη μελισσών
εξέγκαέβγαλα
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
έρθαήρθα
ετελέθα(αμτβ.) τελείωσα, εξαντλήθηκα, μτφ. πέθανα
ευρέθαβρέθηκα
Καλανταρί’(γεν.) Γενάρη
καντουρεύ’ςξεγελάς, εξαπατάς, κοροϊδεύεις kandırmak
καπατεμένασκεπασμένα, καλυμμένα, κλεισμένα σε κτ kapatma
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μελεσσεδί’μελισσιού
μουταράδεςπενιχρά μέσα, ψευτοδουλειές müdârâ
όλιονόλο, ολόκληρο
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πόνι͜απόνοι
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
’πορώ(επορώ) μπορώ
πουλόποπουλάκι
ραχ̌οκόρφι͜αβουνοκορφές
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τσιζντανόποπορτοφόλι cüzdan<cuzʾ+ -dān
χ̌ερόπαχεράκια
Το τσιζντανόπο μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost