.
.
Εγώ ποντιοπούλ’ είμαι, τ’ όνομα μ’ έν’ Ηλία

Πουλί μ’, εσύ αν θα παντρεύ’ς

Πουλί μ’, εσύ αν θα παντρεύ’ς
fullscreen
Και -ν- ο Θεόν εβράδυνεν,
τα μουσκαρόπα κράζ’νε
Και -ν- η γραία -ν- ερρώστεσεν
κι ατά κανείς ’κι φάζ’νε

Η νύφε ξάι ’κ’ εντρέπεται
και ’κι τερεί το χάλ’ν ατ’ς
Την πεθεράν ατ’ς ξάι ’κι θέλ’,
κρούει να σ̌κίζ’ το κιφάλ’ν ατ’ς

Αν αποθάν’ ο γέρος ατ’ς
η γραία πώς θ’ αγρείται!
Πάντα θ’ αραεύ’ α̤τον
όθεν καικά θα κείται

Η νύφε που έχ̌’ πεθερά
πάντα τυραννισμέντσα
Θέλ’ άντρας ατ’ς να έν’ κοπέλ’,
ατέν αφορισμέντσα!

Και -ν- οι νυφάδες σο μαντρίν
ατώρα ’κι πατούνε
Έσ’κωσαν το μυτίν ψηλά,
τσάτσαλοι πορπατούνε

Πουλί μ’, εσύ αν θα παντρεύ’ς
γεροντάδες ορώτα
Ηλία, εσύ αν θα παντρεύ’ς
τον Γιωρίκα μ’ ορώτα
Και τη γυναίκα που θα παίρτς
να τρώει και τα κορκότα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγρείταιαγριεύεται, καταβάλλεται από ανεξήγητο φόβο
αποθάν’πεθαίνει
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
ατάαυτά
ατέναυτήν
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
αφορισμέντσααφορισμένη, αναθεματισμένη
γραίαγριά
εβράδυνενβράδιασε
έν’είναι
ερρώστεσεναρρώστησε
έσ’κωσανσήκωσαν
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’νκεφάλι
κοπέλ’ογκόλιθος (συνήθως αποσπώμενος με δυναμίτη)
κορκόταξεφλουδισμένα και χονδραλεσμένα σιτάρια ή κριθάρια από τα οποία παρασκευάζουν σούπα կորկոտ (korkot)
κράζ’νεκρώζουν, κραυγάζουν κρώζω
κρούειχτυπάει κρούω
μουσκαρόπαμοσχαράκια
μυτίνμύτη
νυφάδεςνύφες
νύφενύφη
ξάικαθόλου
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ορώτα(προστ.) ρώτησε
παίρτςπαίρνεις
πορπατούνεπερπατάνε
σ̌κίζ’σκίζω/ει
τερείκοιτάει
τσάτσαλοιγυμνοί
τυραννισμέντσατυραννισμένη, ταλαιπωρημένη
φάζ’νεταΐζουν
χάλ’νχάλι, κατάντια hal/ḥall
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγρείταιαγριεύεται, καταβάλλεται από ανεξήγητο φόβο
αποθάν’πεθαίνει
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
ατάαυτά
ατέναυτήν
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
αφορισμέντσααφορισμένη, αναθεματισμένη
γραίαγριά
εβράδυνενβράδιασε
έν’είναι
ερρώστεσεναρρώστησε
έσ’κωσανσήκωσαν
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’νκεφάλι
κοπέλ’ογκόλιθος (συνήθως αποσπώμενος με δυναμίτη)
κορκόταξεφλουδισμένα και χονδραλεσμένα σιτάρια ή κριθάρια από τα οποία παρασκευάζουν σούπα կորկոտ (korkot)
κράζ’νεκρώζουν, κραυγάζουν κρώζω
κρούειχτυπάει κρούω
μουσκαρόπαμοσχαράκια
μυτίνμύτη
νυφάδεςνύφες
νύφενύφη
ξάικαθόλου
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ορώτα(προστ.) ρώτησε
παίρτςπαίρνεις
πορπατούνεπερπατάνε
σ̌κίζ’σκίζω/ει
τερείκοιτάει
τσάτσαλοιγυμνοί
τυραννισμέντσατυραννισμένη, ταλαιπωρημένη
φάζ’νεταΐζουν
χάλ’νχάλι, κατάντια hal/ḥall
Πουλί μ’, εσύ αν θα παντρεύ’ς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost