.
.
Χ̌αιρετίας ας σην Τραπεζούνταν

Απόψ’ η νύχτα ’δίπλασεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Απόψ’ η νύχτα ’δίπλασεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Απόψ’ η νύχτα ’δίπλασεν,
ο φέγγον επιάστεν¹
Τη παραδείσ’ ι-μ’ το πουλίν
σα ξένα -ν- εβραδι͜άστεν

Σο χάραμαν τ’ ανατολής
τ’ αρνόπο μ’ εγεννέθεν
Ους να εποίκα ’το τ’ εμόν
το ψ̌όπο μ’ ετελέθεν

Σουμά σα ξημερώματα
άι! / και σα πετεινολάλι͜α
γίνεται γλυκύν φίλεμαν
και σταυρωτόν εγκάλι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γλυκύνγλυκιά/ό
’δίπλασεν(αμεταβ.) διπλασιάστηκε, (μεταβ.) διπλασίασε
εβραδι͜άστενβραδιάστηκε
εγεννέθενγεννήθηκε
εγκάλι͜ααγκαλιά
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επιάστενπιάστηκε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
ουςως, μέχρι
παραδείσ’παραδείσου
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
σουμάκοντά
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
φέγγονφεγγάρι
φίλεμανφιλί
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γλυκύνγλυκιά/ό
’δίπλασεν(αμεταβ.) διπλασιάστηκε, (μεταβ.) διπλασίασε
εβραδι͜άστενβραδιάστηκε
εγεννέθενγεννήθηκε
εγκάλι͜ααγκαλιά
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επιάστενπιάστηκε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
ουςως, μέχρι
παραδείσ’παραδείσου
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
σουμάκοντά
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
φέγγονφεγγάρι
φίλεμανφιλί
ψ̌όποψυχούλα
Απόψ’ η νύχτα ’δίπλασεν
Σημειώσεις
¹ ο φέγγον επιάστεν: το φεγγάρι υπέστη έκλειψη

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost