.
.
Χ̌αιρετίας ας σην Τραπεζούνταν

Σουμά σα ξημερώματα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σουμά σα ξημερώματα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σουμά σα ξημερώματα
[Ν’ αηλί εμέν!]
εξέβαν δύο -ν- άστρα
[γιαρ-γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ-γιαρ]
Τ’ έναν ομοι͜άζ’ τον πρόσωπο σ’,
[Ν’ αηλί εμέν!]
τ’ άλλο τα ψ̌ήα σ’ τ’ άσπρα
[γιαρ-γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ-γιαρ]

Είδα σε οψέ κι οσήμερον,
[Ν’ αηλί εμέν!]
καλόν να έν’ ιδέα σ’
[γιαρ-γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ-γιαρ]
Το αίμα μ’ εκολύμπανεν
[Ν’ αηλί εμέν!]
απέσ’ σην εμποδέα σ’
[γιαρ-γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ-γιαρ]

Όλεν την νύχταν λάσκουμαι
[Ν’ αηλί εμέν!]
και -ν- οξ̌ουκέσ’ ’κι μένω
[γιαρ-γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ-γιαρ]
Σουμά σα ξημερώματα
[Ν’ αηλί εμέν!]
ας σ’ εγκαλόπα εβγαίνω
[γιαρ-γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ-γιαρ]

Που είπανε ας είπανε,
[Ν’ αηλί εμέν!]
που λέν’ ας πάν’ να λένε
[γιαρ-γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ-γιαρ]
Εμείς ας αγαπίουμες
[Ν’ αηλί εμέν!]
κι οι τουσ̌μάν’ ας πάν’ κλαίγ’νε
[γιαρ-γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ-γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγαπίουμεςαγαπιόμαστε
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απέσ’μέσα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγκαλόπααγκαλιές
εκολύμπανενκολυμπούσε
εμποδέαποδιά
έν’είναι
εξέβανβγήκαν
ιδέαμορφή, όψη, θωριά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νεκλαίνε
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ομοι͜άζ’ομοιάζει, μοιάζει
οξ̌ουκέσ’έξω εκεί πέρα
οσήμερονσήμερα
οψέχθες
σουμάκοντά
τουσ̌μάν’εχθροί düşman/duşmān
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγαπίουμεςαγαπιόμαστε
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απέσ’μέσα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εγκαλόπααγκαλιές
εκολύμπανενκολυμπούσε
εμποδέαποδιά
έν’είναι
εξέβανβγήκαν
ιδέαμορφή, όψη, θωριά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νεκλαίνε
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ομοι͜άζ’ομοιάζει, μοιάζει
οξ̌ουκέσ’έξω εκεί πέρα
οσήμερονσήμερα
οψέχθες
σουμάκοντά
τουσ̌μάν’εχθροί düşman/duşmān
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Σουμά σα ξημερώματα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost